Έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ!

  • 19 Οκτωβρίου 2014 |
  1. Από τις ευρωεκλογές μέχρι τη ΔΕΘ

Όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες της περιόδου μετά τις ευρωεκλογές, εμφανίζουν τη χώρα να μπαίνει σε μια περίοδο αργής ανάκαμψης. Παράλληλα, τόσο το επιχειρηματικό όσο και το καταναλωτικό κλίμα βελτιώνονται. Οι αντίστοιχοι πολιτικοί δείκτες, αντίθετα, εμφανίζουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης να καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά τους τα τελευταία 2 χρόνια, ενώ η εκλογική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ διευρύνεται και το προβάδισμά του μοιάζει μη αναστρέψιμο.

Η έλλειψη αξιοπιστίας του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων της συγκυβέρνησης, καθώς και η αναλγησία των μνημονιακών πολιτικών έχει οδηγήσει το μεγαλύτερο τμήμα των παραγωγικών δυνάμεων, της εργατικής τάξης και των χαμηλότερων στρωμάτων σε οριστική ρήξη με τα παλιά κόμματα εξουσίας. Οι αντοχές των πολιτών έχουν εξαντληθεί και η σταθεροποίηση ή ακόμα και η μικρή βελτίωση στα οικονομικά μεγέθη, μοιάζει να είναι πολύ μικρή και να έρχεται πολύ αργά. Επιπλέον, δείχνουν να πιστεύουν ότι η όποια βελτίωση της εθνικής οικονομίας δεν θα βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους, καθώς οι οικονομικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών είναι δυσβάσταχτες. Μοιάζει να έχει πλέον εμπεδωθεί η άποψη ότι αποκλείεται να βγάλουν τη χώρα από την κρίση οι ίδιοι (άνθρωποι και κόμματα) που ευθύνονται για αυτή.

H ελληνική κοινωνία φαίνεται να καλεί τον ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί την τύχη της χώρας στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της, ελπίζοντας σε πραγματικό τέλος των μνημονίων. Όλα τα ευρήματα των ερευνών της περιόδου, ποιοτικά και ποσοτικά, δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του. Ωστόσο, η κυβέρνηση φαίνεται πως δεν θα πέσει λόγω της λαϊκής αντίδρασης στην πολιτική της, αλλά λόγω της αδυναμίας της να εκλέξει ΠτΔ και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαιτέρως.

Επιπλέον, ο δρόμος του ΣΥΡΙΖΑ προς την αυτοδυναμία μοιάζει να είναι ακόμα μακρύς. Και αυτό γιατί με τα σημερινά δεδομένα η αυτοδυναμία προϋποθέτει τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω:

  • Την περαιτέρω συμπίεση των δυνάμεων της Αριστεράς και ιδίως του ΚΚΕ.
  • Τη συστηματική διεμβόλιση άλλων παρατάξεων (Κέντρου, Δεξιάς).
  • Τη διεύρυνση του εκλογικού σώματος.

Η εκλογική βάση του ΚΚΕ έχει έναν σκληρό πυρήνα που δύσκολα θα αλλαξοπιστήσει, ειδικά όσο ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει σε κυβερνητική τροχιά, υφιστάμενος κριτική περί ενσωμάτωσης. Επιπλέον, μπαίνοντας στην τελική ευθεία, θα πρέπει να αναμένουμε τη λυσσαλέα επίθεση των κομμάτων της συγκυβέρνησης και του συστήματος που τη στηρίζει, κατά συνέπεια μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι οι διαπαραταξιακές μετακινήσεις, σε ένα τόσο πολωμένο σκηνικό, δεν θα είναι ιδιαίτερα μαζικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να εξαντλεί όλα τα πιθανά εκλογικά ακροατήρια και, προκειμένου να πετύχει την αυτοδυναμία, χρειάζεται να διευρύνει το εκλογικό σώμα υπέρ του, επαναφέροντας στην πολιτική διαδικασία μερίδα όσων απαξιώνουν συνολικά το πολιτικό σύστημα και την πολιτική («όλοι ίδιοι είναι»), επιλέγοντας την αποχή.

Όσο συρρικνώνεται το εκλογικό σώμα, τόσο δυσκολότερο θα είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει αυτοδυναμία. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή, τόσο πιθανότερο γίνεται το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας. Για να κάμψει τη δεδομένη καχυποψία και δυσπιστία του κόσμου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να αποδείξει στην πράξη ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. Επιπλέον, θα χρειαστεί να θυμάται ότι η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία δεν αντιστοιχεί στους πραγματικούς κοινωνικούς συσχετισμούς και πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί πολύ ευρύτερη κοινωνική αποδοχή και στήριξη, πέραν των ψηφοφόρων του.

  1. Στρατηγική αυτοδυναμίας

Για να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, που θα του δώσει τη δυναμική για αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει ότι δεν έχει σχέση με τα κόμματα εξουσίας όπως τα γνώρισε η χώρα μας, από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, καθώς επίσης και με το πολιτικό προσωπικό που έχει παίξει ενεργό ρόλο τα τελευταία χρόνια στα πολιτικά πράγματα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αλλάξει τους συσχετισμούς, πρέπει να αλλάξει και το πολιτικό προσωπικό που θα τον εκπροσωπεί, όπως απέδειξε το επιτυχημένο (αλλά μεμονωμένο) παράδειγμα των δημοτικών εκλογών της Αθήνας. Αντίθετα, κάθε πινελιά που θα θυμίζει πρόσωπα από το παρελθόν, θα στέλνει κόσμο στην αποχή, αν όχι απευθείας στη ΧΑ. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να αποκτήσει την πολιτική ηγεμονία, χωρίς να χάσει το στίγμα και την πολιτική ταυτότητα που μέχρι σήμερα καθόριζαν τη στρατηγική αλλά και την τακτική του και τον έφεραν ως εδώ.

Στη ΔΕΘ απαντήθηκε πειστικά και τεκμηριωμένα η κυβερνητική ρητορική («δεν έχετε προτάσεις» & «πού θα βρείτε τα λεφτά;»). Αυτό που τώρα πρέπει να απαντηθεί είναι το πώς θα διευρυνθεί η συμμετοχή της ελληνικής κοινωνίας στην υποστήριξη και την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Για να τον εμπιστευθεί και να συστρατευθεί μαζί του ο κόσμος, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να του πει ωμά τη σκληρή αλήθεια: μπροστά μας ξανοίγεται μια σκληρή, επίπονη και, πιθανότατα, μακροχρόνια διαδικασία για την αποκατάσταση μιας κατεστραμμένης χώρας, με αρνητικούς συσχετισμούς, αλλά για πρώτη φορά με ορατές πιθανότητες επιτυχίας. Μια διαδικασία που θα αποκαταστήσει το αξιακό πλαίσιο και τα κριτήρια ιεράρχησης των κοινωνικών αναγκών, το χαμένο κοινωνικό όραμα, την αξιοπρέπεια, το φρόνημα και την υπερηφάνεια του λαού μας, και θα βάλει τις βάσεις για μια δίκαιη κοινωνία.

Ωστόσο, η ιδανική κατανόηση που έχει ο περισσότερος κόσμος στον ορίζοντά του για μια κοινωνία ευημερίας περιορίζεται στο τρίπτυχο «επενδύσεις – ανάπτυξη – ανταγωνιστικότητα». Αδυνατεί να φανταστεί εναλλακτικό μοντέλο, θεωρεί ότι η ψήφος είναι η μοναδική δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά και δεν περιμένει κάτι πολύ διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο σκοπεύει να αναθέσει τη διακυβέρνηση της χώρας. Επιπλέον, ο λίγος κόσμος που μπορεί να φανταστεί διαφορετικό μοντέλο, το εξιδανικεύει τόσο που σχεδόν αναπόφευκτα το θεωρεί ανεδαφικό. Τέλος, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει σοβαρή δυσκολία να σκεφτεί και να δράσει εκτός πλαισίου της δεδομένης πολιτικής αντιπαράθεσης, πόσο μάλλον να εικονοποιήσει εύληπτα και να μοιραστεί με την κοινωνία το όραμά του σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο. Αντίθετα, συχνά παρασύρεται σε μια πολύ χαμηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση, στην οποία σκόπιμα επιδίδεται το συνειδητά αναλώσιμο πολιτικό προσωπικό της συγκυβέρνησης.

Όμως σε μια περίοδο ανθρωπιστικής κρίσης, σε μια περίοδο κρίσης αξιών που μας πάει πίσω στην προάσπιση των προταγμάτων του Διαφωτισμού, ο οικονομισμός δεν προσφέρει διέξοδο. Στην ανθρωπιστική κρίση απαντά η ανάδειξη της ανθρωπιάς και των αξιών της Αριστεράς και όχι η έμφαση σε νούμερα και οικονομικούς δείκτες. Επίσης, σε μια περίοδο ανάθεσης και καθίζησης των κινηματικών διεκδικήσεων, ο εκλογικισμός διαιωνίζει το αδιέξοδο, καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αντί να προετοιμάζει και να οργανώνει τον κόσμο, ώστε να στηρίξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς και τις συγκρούσεις που αυτή θα επιχειρήσει.

Στο αχαρτογράφητο τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά την ιστορική ανατροπή, ο ΣΥΡΙΖΑ ή θα έχει την αυτοπεποίθηση να διανοίξει νέους δρόμους και να χαράξει νέους χάρτες πορείας, τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού και εφαρμογής της πολιτικής του όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας πολιτεύεσθαι και διακυβέρνησης, όπως επιβάλει η ταξική μεροληψία του προγράμματός του, ή θα επαναπαυθεί στους παλαιούς, επί ποινή αυτοκατάργησης του στρατηγικού στόχου του για σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.

  1. Ο Βασιλιάς είναι γυμνός

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αντεπεξέλθει σ’ αυτή την ιστορική αποστολή; Η ραγδαία ανάπτυξή του δικαιολογεί, εν μέρει, την αντικειμενική αδυναμία του κομματικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στη νέα εποχή. Ωστόσο, παρακολουθούμε τη με γοργούς ρυθμούς αποδοχή της μετάλλαξης του κόμματος, από ένα εργαλείο μαζικής επιρροής, συλλογικής διαμόρφωσης συνειδήσεων και ανατροπής κατεστημένων νοοτροπιών, σε έναν απαξιωμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό, με την ταυτόχρονη μετατόπιση του κέντρου λήψης αποφάσεων από τα κομματικά όργανα στην κοινοβουλευτική ομάδα (και -με μια προβολή στο κοντινό μέλλον- στην κυβέρνηση). Μια πορεία γνωστή και, ως ένα σημείο, αναπόφευκτη, που όμως θα μετατρέψει τάχιστα τον ΣΥΡΙΖΑ σε άλλο ένα αστικό αρχηγοκεντρικό κοινοβουλευτικό κόμμα, κόμμα του κράτους, αποκομμένο από την αναζωογονητική δύναμη των λαϊκών κινημάτων και διεκδικήσεων.

Με τις τεράστιες οργανωτικές αδυναμίες που όλοι γνωρίζουμε, τα ελάχιστα -σε σχέση με τις ανάγκες της συγκυρίας- ενεργά οργανωμένα μέλη[1], τα αναποτελεσματικά ενδιάμεσα και ανώτερα όργανα, τις απαξιωμένες συλλογικές διαδικασίες και την απουσία ενός στιβαρού καθοδηγητικού κέντρου, που αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για τη διαμόρφωση παραμηχανισμών και παράκεντρων λήψης αποφάσεων, η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Η αναντιστοιχία διακηρύξεων και πράξεων, η συγκρότηση οργάνων με διατασικές παραλυτικές ισορροπίες τρόμου, οι παραγοντισμοί και οι προσωπικές στρατηγικές, η πολιτική μέσω διαρροών στα ΜΜΕ, οι συλλογικές αποφάσεις που δεν τηρούνται, οι καταστατικές προβλέψεις που αγνοούνται δεν αφήνουν περιθώρια μεγάλης αισιοδοξίας. Επιπλέον, ο κομματικός μηχανισμός δεν διεκδικεί δάφνες επιχειρησιακής αντίληψης (απουσία οργανογράμματος, ξεκάθαρων ρόλων και αρμοδιοτήτων, χρονοδιαγραμμάτων, απολογισμών, λογοδοσίας, ελέγχου), με προφανή συνέπεια την αναποτελεσματικότητα. Η πληθώρα οργάνων και επιτροπών χωρίς αποφασιστικό ρόλο οδηγεί στην απαξίωσή τους και στη μη δεσμευτικότητα των αποφάσεών τους. Όμως, η απαξίωση των οργάνων και ο ανορθολογικός τρόπος λειτουργίας του κόμματος ευνοούν κι επιβραβεύουν τον παραγοντισμό.

Με λίγα λόγια, απέχουμε αισθητά από το κόμμα των μελών, όπως το περιγράφουν τα συλλογικά κείμενά μας, μόνο που χωρίς αυτό, όλα όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί σύντομα να αποδειχθούν ανέξοδα λόγια και λεονταρισμοί. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να ανοίξει άμεσα μια ουσιαστική συζήτηση και ένας ειλικρινής και συντροφικός προβληματισμός για τη δυνατότητα του κόμματός μας να προσαρμόσει τις κομματικές διαδικασίες στη νέα εποχή και να επινοήσει νέες (π.χ. μεικτά όργανα κοινοβουλευτικών και κομματικών στελεχών), αντί να πολώνεται σε ανούσια διλήμματα («ευρώ ή δραχμή» στην προηγούμενη περίοδο, «ταξική ή πατριωτική ανάλυση» τώρα) ή να υιοθετεί έναν κυβερνητισμό παλαιάς κοπής. Τα μέλη, τα στελέχη και τα συλλογικά όργανα του κόμματος οφείλουν να περιφρουρήσουν και να ενισχύσουν τις συλλογικές διαδικασίες μας, με στόχο την αποκατάσταση της σοβαρότητας στην πολιτική ζωή του τόπου και τη διεκδίκηση της ηγεμονίας, μέσα σε μια απελπισμένη κοινωνία που ψάχνει να πιαστεί απ’ όπου μπορεί, απέναντι στο χυδαίο πολιτικό προσωπικό και τις μεθόδους των αντιπάλων.

Αν αναλογιστούμε ότι από την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ωφεληθεί ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού της χώρας (>70%), αντιλαμβανόμαστε πως οι ευθύνες που μας αναλογούν είναι εξίσου μεγάλες. Αν δεν θέλουμε να βρεθούμε υπόλογοι απέναντι στον λαό, ή να αφήσουμε χώρο για τη δημιουργία ενός ελληνικού «Podemos», οφείλουμε να έχουμε διαρκώς στο μυαλό μας πως κάθε μας κίνηση πρέπει να πείθει τον κόσμο που με αγωνία μας παρακολουθεί ότι πιστεύουμε πραγματικά αυτά που λέμε και σκοπεύουμε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, προκειμένου να διασφαλίσουμε την υλοποίησή τους.

[1] Βλ. ενδεικτικά, αν και πρόκειται για διαφορετική εποχή, τη ραγδαία αύξηση των μελών του ΠΑΣΟΚ: 1975 8.000 | 1977 27.000 | 1979 65.000 | 1980 75.000 | 1981 110.000 | 1982 140.000 | 1983 200.000 | 1984 220.000.


Πηγή: Η Εποχή