«Τι να ’κανε το παιδί;»
Ένα χρόνο μετά την ιστορική νίκη της 25ης Ιανουαρίου, η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. προχωρά αταλάντευτα στην εφαρμογή των σχεδίων των «αντιπάλων» της, θυσιάζοντας τον ελληνικό λαό στον βωμό της 1ης αξιολόγησης, παρ’ ότι τα παρελκόμενα της καλοκαιρινής συνθηκολόγησης είναι πλέον ορατά και στους πιο αισιόδοξους και η αποσταθεροποίησή της είναι τόσο εμφανής, που οδηγεί μέχρι και σε σενάρια περί «ηρωικής εξόδου».
Το πολιτικό προσωπικό αυτής της κυβέρνησης γνωρίζει πολύ καλά πως καμία μνημονιακή κυβέρνηση δεν μακροημερεύει στην εξουσία, αφού «το πρόγραμμα δεν βγαίνει», αλλά, παρά τη γνώση αυτή, φαίνεται να υποτίμησε τις λαϊκές αντιδράσεις απέναντι στο επιχείρημα «μας ψηφίσατε, ας προσέχατε!».
Τα παραπάνω, μαζί ασφαλώς με το προσφυγικό και τα κυνικά πολιτικά παιχνίδια που παίζονται στην Ευρώπη με επίκεντρο τη Σένγκεν, σηματοδοτούν την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης προς το άδοξο τέλος για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό.
Με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης από την πρώτη περίοδο της διαπραγμάτευσης, αλλά και με νωπό το βίωμα της ταπεινωτικής έκβασής της, δεν χρειάζεται η έκθεση του Χάρβαρντ1 για να αποτιμηθεί η τακτική της κυβέρνησης: η ακραία αναντιστοιχία διακηρύξεων και πράξεων, το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο έχει τόσο σύντομα περιέλθει και η συνακόλουθη «παλινόρθωση» του πολιτικού «ερειπίου» της ΝΔ, αρκούν για να περιγράψουν το μέγεθος της αποτυχίας.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, προκύπτει συχνά καλοπροαίρετα και με συμπάθεια το ερώτημα «και τι να ‘κανε το παιδί;», ως προς τις επιλογές που είχε στη διάθεσή του ο Έλληνας πρωθυπουργός (και η διαπραγματευτική ομάδα) στα διάφορα στάδια της διαπραγμάτευσης.
Κι όμως, η απάντηση είναι τόσο προφανής, όσο η κοινωνική ανάταση που δημιούργησε ο πρώτος μήνας της διακυβέρνησης (μέχρι τη «συμφωνία γέφυρα» της 20ης Φεβρουαρίου) και οι μέρες πριν το δημοψήφισμα του Ιουλίου: να έλεγε την αλήθεια και να μην έστρεφε την πλάτη στον κόσμο που τον στήριξε και τον οδήγησε σ’ αυτή τη θέση.
Έχοντας μόλις κερδίσει τις εκλογές, πάνω στο κύμα της Ιστορίας και της ελπίδας ενός λαού που τόλμησε να σηκώσει κεφάλι, με σχεδόν πάνδημη αποδοχή, με όλη την Ευρώπη να κρατά την ανάσα της και μ’ ένα «τι είναι ετούτοι» να πλανάται στην ατμόσφαιρα, όφειλε με αποφασιστικότητα και πίστη στο δίκιο της πολιτικής του, να είχε προχωρήσει από την αρχή σε κινήσεις που να δείχνουν στους δανειστές πως εννοεί στα σοβαρά αυτά που λέει.
Ενδεικτικά (και με τους προφανείς περιορισμούς του παρόντος σημειώματος), να είχε προχωρήσει εξ αρχής σε έλεγχο κεφαλαίων και πάγωμα πληρωμών, προκειμένου να αντισταθμίσει τη μειονεκτική θέση απ’ την οποία ξεκινούσε παραλαμβάνοντας ρευστότητα 12 ημερών. Να ενημέρωνε διαρκώς και δημόσια όλον τον πλανήτη για το κλίμα των διαπραγματεύσεων και τους εκβιασμούς των δανειστών, αντί να καλλιεργεί τον εφησυχασμό ότι «έρχεται συμφωνία» με τους «εταίρους». Να καλούσε σε ξεσηκωμό συμπαράστασης και αλληλεγγύης όλα τα προοδευτικά κινήματα από όλο τον κόσμο, αντί να εκλιπαρεί για κατανόηση μέσα στη γιάφκα του νεοφιλελευθερισμού. Να έθετε τον κομματικό μηχανισμό σε θέσεις κοινωνικής μάχης, ενισχύοντας δίκτυα αλληλεγγύης, συντονίζοντας πρωτοβουλίες αντιστάσεων και κοινωνικής συσπείρωσης, αντί να τον απαξιώνει ως άβουλο μηχανισμό επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων. Και, φυσικά, να νομοθετούσε μονομερώς υπέρ των αδύναμων και να επεξεργαζόταν έως και την τελευταία στιγμή διαφορετικά εναλλακτικά σχέδια ενώπιον του λαού, καθιστώντας τον συμμέτοχο σ’ αυτό το εγχείρημα.
Τέλος, ακόμα και μετά την αλληλουχία λαθών και κακών εκτιμήσεων που οδήγησαν στο δημοψήφισμα, να μην νομιμοποιούσε το πραξικόπημα που υπέστη, συνεργαζόμενος «αρμονικά» με τους πραξικοπηματίες, και να μην προσέβαλλε τη νοημοσύνη του κόσμου αναμασώντας τα περί «επιτυχίας» και «σωτηρίας της χώρας από την απόλυτη καταστροφή» διά της διαιώνισης της μνημονιακής καταστροφής.
Όλα αυτά σκιαγραφούν, βέβαια, μια τακτική υψηλού ρίσκου. Όμως η μόνη επιλογή χωρίς ρίσκο είναι η εθελοδουλία. Ακόμη και η ίδια η αλήθεια είναι ρήξη, μέσα σε ένα διεθνές πολιτικό σύστημα βασισμένο στο ψέμα. Μια τέτοια τακτική θα είχε πιθανότητες να διατηρήσει μέχρι τέλους τον λαό ως ασπίδα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Αλλά η διαφορά του ηγέτη από τον δημαγωγό είναι ότι ο πρώτος αναλαμβάνει ρίσκα που μπορεί να αποβούν προς όφελος του λαού του, ενώ ο δεύτερος προσαρμόζεται σε κάθε περίσταση, ακόμα και αν διαφωνεί με τον εαυτό του, προκειμένου να παραμείνει στη θέση του.
Το πρόβλημα για τον Αλ. Τσίπρα είναι πως έχοντας οδηγήσει το κόμμα του σε διάσπαση και έχοντας αποκοπεί από τον λαό του, δεν θα βρίσκει κανέναν σύμμαχο (πέραν των γνωστών προθύμων) να τον υποστηρίξει στο νέο επερχόμενο και τελεσίδικο πραξικόπημα των «Θεσμών» σε βάρος του. Η τελευταία υπηρεσία που προλαβαίνει να προσφέρει είναι να παραδεχθεί με παρρησία ότι η πολιτική που ακολουθεί δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά και να σταματήσει να την ασκεί στο όνομά της.
Στη χώρα μας σπαταλήθηκε μια σπάνια ευκαιρία για αξιοποίηση μιας παγκόσμιας δυναμικής, με ψήγματα δημιουργίας νέου παραδείγματος, το οποίο (αν πιστεύουμε ότι μπορεί να προκύψει κάποτε!) από κάπου θα ξεκινήσει. Το να θεωρούμε αυτονόητο πως αποκλείεται να ξεκινήσει από εδώ, από εμάς, ειδικά όταν έχουμε βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, και να περιμένουμε απλώς να δούμε πού/πότε/ποιοι/πώς θα το ξεκινήσουν, είναι μια άλλη μορφή ανάθεσης. Και η ανάθεση για την Αριστερά είναι όνειδος.
—————-
1. Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ: Στην Ελλάδα η χειρότερη διαπραγμάτευση του 2015.