Διαπραγμάτευση στο όνομα και ενώπιον του ελληνικού λαού

  • 7 Φεβρουαρίου 2015 |

Προκλήσεις, δυνατότητες και διλήμματα στο μετεκλογικό τοπίο

Κάτι καινούργιο συμβαίνει, εδώ και δύο βδομάδες, στη χώρα: Η Αριστερά του «περιθωρίου» της πολιτικής ζωής βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου πολιτικού ανταγωνισμού και καλείται, εν μέσω μιας πρωτοφανούς -σε καιρό ειρήνης- ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και μιας ισχυρότατης κρίσης του κομματικού φαινομένου και της πολιτικής αντιπροσώπευσης, να διαχειριστεί την τύχη της χώρας στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης Ιστορίας της.

Η πολιτική των μνημονίων οδήγησε σε απεγκλωβισμό μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας από τις παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις, συγκροτώντας νέες συσσωματώσεις στη βάση ξεκάθαρα ταξικών χαρακτηριστικών, υπερβαίνοντας διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές και διαδρομές.

Για πρώτη φορά στην εκλογική ιστορία της χώρας η Αριστερά καταγράφεται ως πλειοψηφική δύναμη, με ποσοστό 43%, έναντι 40% της Δεξιάς και 17% του Κέντρου. Η διχοτομία Μνημόνιο/αντιμνημόνιο έδωσε νέα διάσταση στον άξονα Αριστεράς/Δεξιάς, επανανοηματοδοτώντας το περιεχόμενο της πολιτικής. Τη στιγμή που μια κοινωνία αποφασίζει, πρώτα απ’ όλα, με βάση το ταξικό/υλικό συμφέρον η ζωή δικαιώνει πανηγυρικά τη διάκριση Αριστερά/Δεξιά και καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι τα παραμύθια περί του τέλους των ιδεολογιών.

Αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρωταγωνιστή, καθώς τόλμησε αυτό που η υπόλοιπη Αριστερά στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, φοβήθηκε: Να διεκδικήσει την ευθύνη της διακυβέρνησης χωρίς να απεμπολήσει τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, επαναφέροντας στο προσκήνιο εντός και εκτός χώρας την Αριστερά. Αυτή η επιτυχία απειλεί να εξουδετερώσει την ευνουχισμένη από την ενσωμάτωση της στο νεοφιλελεύθερο δόγμα σοσιαλδημοκρατία.

Η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας προκαλεί ήδη αξιοσημείωτη αντιστροφή του κλίματος στη χώρα με ένα θετικό ξάφνιασμα προσδοκίας και τόνωσης της αυτοπεποίθησης να κυριαρχεί. Η συνύπαρξη με τους ΑΝΕΛ γεφυρώνει το χάσμα με τα κοινωνικά στρώματα που τους στήριξαν (φτωχά λαϊκά στρώματα, ως επί το πλείστον) των οποίων τα ταξικά συμφέροντα, στην πραγματικότητα, εκπροσωπούνται από την πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μέχρι τώρα δεν είχαν πειστεί απ’ τον λόγο του. Μένει να πειστούν απ’ τις πράξεις του.

Με συναισθήματα ανακούφισης και αισιοδοξίας δημιουργείται μια δυναμική της οποίας η απήχηση υπερβαίνει κατά πολύ την εκλογική απήχηση των δύο κομμάτων που την απαρτίζουν. Προκαλεί, επίσης, κύματα πρωτοφανούς διεθνούς αλληλεγγύης, αξιοποιώντας το ισχυρότερό της όπλο: τη δημοσιότητα. Το παγκόσμιο δημοσιογραφικό (και όχι μόνο) ενδιαφέρον για τις εξελίξεις, αποτελεί στην ουσία ένα παγκόσμιο μεγάφωνο για την αδιαμεσολάβητη διατύπωση των εύλογων επιχειρημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, που φέρνουν σε δύσκολη θέση τους εμμονικούς υποστηρικτές της απάνθρωπης νεοφιλελεύθερης λιτότητας.

Βασικό μέτωπο, τα εργασιακά

Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού στον δυτικό κόσμο οδήγησε σε εκροή κεφαλαίων προς λημέρια που, μέχρι πρότινος, φάνταζαν υπανάπτυκτα και εξωτικά μα που στον καιρό της κρίσης αποτελούν επενδυτικές ευκαιρίες. Φυσικά, τα επενδυτικά κεφάλαια που μεταφέρονταν προς τους νέους επίδοξους καταναλωτές έλειψαν από τους προηγούμενους, με συνέπεια οι ευνοημένοι της προηγούμενης περιόδου (όπως π.χ. η Ευρώπη) να επιχειρούν να τα συγκρατήσουν αποδομώντας ό,τι έχει απομείνει να διαφοροποιεί τον «πολιτισμένο δυτικό κόσμο» από τις άγρια ταξικές, αλλά και χρόνια καθηλωμένες σε αυταρχικά αντιδημοκρατικά καθεστώτα, χώρες τις Ανατολής. Το μοντέλο του ασιατικού καπιταλισμού μετατρέπεται σε πρότυπο για την προσέλκυση κεφαλαίων, προαπαιτώντας ανύπαρκτα εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, φτώχεια και εξαθλίωση, ταπείνωση και αδιέξοδο για τους πολλούς.

Η μάχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι εύκολη, αλλά δεν θα συναντήσει τόσο ισχυρές αντιδράσεις σε ό,τι αφορά τον εκδημοκρατισμό του ελληνικού κράτους, την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς και της διαπλοκής, την εξασφάλιση δημόσιων εσόδων από τη φορολογία και την πάταξη της φοροδιαφυγής, τη μετατροπή του, δηλαδή, σε ένα αναπτυγμένο κράτος «δυτικού τύπου», με στοιχειώδεις υποδομές και κοινωνική πρόνοια. Άλλωστε, απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρουν οι Ευρωπαίοι κάποια στιγμή πίσω ένα μέρος από τα χρήματά τους, είναι να πληρώσουν όσοι «μαζί τα έφαγαν» ή τα έκρυψαν σε λίστες Λαγκάρντ και άλλα συναφή θησαυροφυλάκια.

Εκεί που θα υπάρξουν σθεναρές αντιδράσεις είναι στα εργασιακά, στην ανάσχεση δηλαδή της «κινεζοποίησης» του εργατικού δυναμικού της Ευρώπης. Η Ευρώπη έχει να επιλέξει αν θα εξαθλιώσει τους λαούς της, μετατρέποντας μέσω Μνημονίων τον νότο της (σε πρώτη φάση) σε τριτοκοσμική περιφέρεια, προκειμένου να δημιουργήσει «ευκαιρίες» επιχειρηματικού κέρδους πάνω στα συντρίμμια του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή αν θα ανασυνταχθεί με ένα νέο αναπτυξιακό πλάνο ειρηνικής συνύπαρξης των λαών της. Με άλλα λόγια, έχει να επιλέξει αν θα αντιμετωπίσει την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ ως ευκαιρία για την αντιστροφή της παρακμιακής προοπτικής της, ή αν θα αφεθεί στον ζόφο της λεπενικής Ακροδεξιάς. Με αυτή την έννοια, σήμερα στριμωγμένη είναι η Α. Μέρκελ και όχι ο Αλ. Τσίπρας, όπως θα φανταζόταν ίσως κανείς πριν από τις εκλογές.

Δημόσια και ανοιχτή διαπραγμάτευση

Ο ΣΥΡΙΖΑ έγκαιρα τοποθέτησε το ελληνικό πρόβλημα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, πρότεινε πανευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός ώστε να μην απεμπολήσει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Αντίθετα, αυτό που προέταξε σε πρώτη φάση, ήταν η προστασία/αποκατάσταση του τελευταίου οχυρού που έχουν στα χέρια τους οι λαοί για να καθορίζουν την τύχη τους: αυτή, έστω, την κουτσή Αστική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Η συνέπεια προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών έργων προσφέρει μια νέα ποιότητα στην πολιτική ζωή του τόπου, αναβαθμίζοντας σημαντικά την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης και, σταδιακά, την αξιοπιστία της. Μια διαδικασία που αποκαθιστά το αξιακό πλαίσιο και τα κριτήρια ιεράρχησης των κοινωνικών αναγκών, το χαμένο κοινωνικό όραμα, την αξιοπρέπεια, το φρόνημα και την υπερηφάνεια του λαού μας, και βάζει τις βάσεις για μια δίκαιη κοινωνία.

Η συγκίνηση που προκάλεσαν οι πρώτες συμβολικές κινήσεις (Σκοπευτήριο Καισαριανής, πολιτικός όρκος, απομάκρυνση των κιγκλιδωμάτων από τη Βουλή, αφοπλισμός της αστυνομίας στις διαδηλώσεις, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες) γαληνεύει την ψυχή. Οι ουσιαστικές κινήσεις που ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν θα γαληνεύσουν το μυαλό και τη ζωή μας.

Ο ελληνικός λαός από το 2012 ζητάει ρητά (επανα)διαπραγμάτευση, άσχετα από το αν το ξέχασε από το ίδιο κιόλας βράδυ των εκλογών ο τότε νικητής Α. Σαμαράς. Αποδείχτηκε για πολλοστή φορά πως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, αλλά συχνά ολέθριες συνέπειες, κι αυτό καλό είναι να το θυμάται σε όλη τη διάρκεια της θητείας της και η σημερινή κυβέρνηση. Το 2015, όμως, όπως λέγαμε και προεκλογικά, δεν είναι 2012: τώρα, όχι απλώς γίνεται διαπραγμάτευση, αλλά γίνεται δημόσια και ανοιχτά, εν ονόματι του ελληνικού λαού, ενώπιον όλων των λαών του πλανήτη: η πρώτη κυβέρνηση των δυνάμεων του εργαζόμενου λαού, σηκώνει κεφάλι ενάντια στην ολιγαρχία, εντός και εκτός χώρας.

Κόμμα και κυβέρνηση

Πρόκειται για μια διαδικασία μετάβασης, όπως λέει ο Α. Μπαλτάς (1) και όχι εναλλαγής, όπως αποδεικνύει ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης με ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που έχουμε συνηθίσει. Η δική μας πολιτική προτάσσει την προστασία και την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών, που θα αποκαταστήσουν τη χαμένη εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους πολιτικούς θεσμούς, και την επαναφορά της πολιτικής στην πρωτοκαθεδρία έναντι της οικονομίας. Δεν θα έχουμε πετύχει αν δεν υπενθυμίσουμε ότι η οικονομία είναι εργαλείο στα χέρια της πολιτικής και όχι το αντίστροφο, επαναφέροντάς τη στην πραγματική της διάσταση, αυτή της πολιτικής οικονομίας.

Στόχος, η αποκατάσταση της σοβαρότητας στην πολιτική ζωή του τόπου και η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς του ήθους, των αξιών και του πολιτισμού, μέσα σε μια απελπισμένη κοινωνία που ψάχνει να πιαστεί απ’ όπου μπορεί.

Για την επίτευξη των στόχων της κυβέρνησης απαιτείται η κινητοποίηση και η συμμετοχή του λαού και όχημα για την οργάνωσή του είναι το κόμμα. Η διασφάλιση των αυτόνομων και διακριτών ρόλων κυβέρνησης και κόμματος είναι προς το συμφέρον όλων και, κυρίως, της κοινωνίας. Το κόμμα πρέπει να διατηρήσει την αυθυπαρξία του, να μη μεταβληθεί σε κυβερνητικό εξάρτημα, να αποτελεί δίαυλο μεταξύ κοινωνίας και κυβέρνησης, να ασκεί εποικοδομητική κριτική, να στηρίζει και να επιβλέπει την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος και να επεξεργάζεται πολιτικές στρατηγικές για τα επόμενα βήματα.

Τα μέλη, τα στελέχη και τα συλλογικά όργανα του κόμματος οφείλουμε να περιφρουρήσουμε και να ενισχύσουμε τις συλλογικές διαδικασίες, χωρίς να μετατραπούμε σε χειροκροτητές της κυβέρνησης. Οφείλουμε να προφυλάξουμε τον στρατηγικό στόχο για κοινωνικό μετασχηματισμό, για τον Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, με δημοκρατία και ελευθερία, προκειμένου να μη δούμε το κόμμα που για πρώτη φορά συσπείρωσε τη συντριπτική πλειονότητα των για δεκαετίες πολυδιασπασμένων τμημάτων της Αριστεράς να μεταλλάσσεται σε ένα κόμμα του κράτους, αποκομμένο από την αναζωογονητική δύναμη των λαϊκών κινημάτων και διεκδικήσεων, μακριά από τις αξίες και πρακτικές της αριστεράς. Και, φυσικά, οφείλουμε να θυμόμαστε πως ο δικομματισμός της Μεταπολίτευσης κατέρρευσε όταν γύρισε την πλάτη στην κοινωνία.

Ο δρόμος της πρώτης κυβέρνησης με κορμό την Αριστερά στην Ευρώπη, προς την υλοποίηση του ταξικά μεροληπτικού προγράμματός της θα είναι δύσκολος και με παλινδρομήσεις, αλλά ο προορισμός τον καθιστά συναρπαστικό!

(1) Α. Μπαλτάς, ΜετάβασηΑυγή της Κυριακής (25/1/15)

Το παραπάνω σημείωμα αποτελεί περίληψη ομιλίας σε πολιτική εκδήλωση που οργάνωσε η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς στο Ηράκλειο Κρήτης την Τετάρτη 4/2, με θέμα: Μετεκλογικό τοπίο: Προκλήσεις, δυνατότητες και διλήμματα.


Πηγή: Ο Δρόμος της Αριστεράς