Νέμεση διά της ατίμωσης
Το 4ο Συνέδριο τού ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ επισφράγισε το οριστικό τέλος εποχής για το -πάλαι ποτέ- κόμμα τής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Λίγο πριν ο «χωρίς αντίπαλο» νυν Πρόεδρος κατονομάσει ως … «υπονομευτή» ακόμα και τον τέως, τώρα που η σκόνη από τα συντρίμμια κατακάθεται και ξεκαθαρίζει το πολιτικό τοπίο, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε.
Κατά σύμπτωση (;), τα πρωτοκλασάτα στελέχη που μετά την εκλογή Κασσελάκη διαπίστωσαν με … έκπληξη και αποτροπιασμό φαινόμενα «αρχηγισμού, απαξίωσης της συλλογικής λειτουργίας και των κομματικών διαδικασιών, αντικαταστατική και αντισυντροφική συμπεριφορά, μετατόπιση στην κεντροδεξιά» και διάφορα άλλα παρεμφερή, ήταν αυτά ακριβώς που το μοιραίο καλοκαίρι τού 2015 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμπέδωση αυτών των χαρακτηριστικών στον ΣΥΡΙΖΑ (που, σε όσους δεν εθελοτυφλούσαν ενόψει «εξουσίας», ήταν ήδη προφανή από το ιδρυτικό συνέδριο του 2013) και στην εκδίωξη όσων επιχειρήσαμε (ανεπιτυχώς) να αντισταθούμε σε αυτά και στη μνημονιακή συνθηκολόγηση.
“Ιστορικά στελέχη τής Αριστεράς”, που μετά την εκλογή Κασσελάκη συνυπέγραψαν καταγγελτικά κείμενα αποχώρησης και σήμερα βρίσκονται στη λεγόμενη “Νέα Αριστερά”, το 2015, προκειμένου να παραμείνουν στα κυβερνητικά έδρανα, υποστήριξαν με σώμα και ψυχή το σχέδιο του Αλ. Τσίπρα, παρότι αυτό δεν συζητήθηκε καν σε οποιοδήποτε συλλογικό όργανο του κόμματος (Πολιτική Γραμματεία, Κεντρική Επιτροπή, Συνέδριο) ή, έστω, της Κυβέρνησης (Κοινοβουλευτική Ομάδα, Υπουργικό Συμβούλιο), χωρίς τότε να διαπιστώσουν αρχηγισμό, αντικαταστατικές διαδικασίες και αντισυντροφικές συμπεριφορές.
Τα παραδείγματα ατελείωτα. Σταχυολογώ, για αρχειακούς λόγους: ένας, ως προεδρεύων του διήμερου Διαρκούς Συνεδρίου (3-4/1/2015), μαγείρεψε τη λήξη του σε ένα απόγευμα χωρίς να τοποθετηθούν οι σύνεδροι, «για να ξεχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον προεκλογικό αγώνα», ενώ άλλος, ως Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, δεν επέτρεψε να τεθεί σε ψηφοφορία σχετικό κείμενο προβληματισμού που καταθέσαμε στην τελευταία ΚΕ (8/1/2015) πριν τις εκλογές τής 25ης Ιανουαρίου (βλ. Παράρτημα 1). Άλλος, ως Αρχι-υπουργός των Μνημονίων, ωρυόταν κατακόκκινος, απαιτώντας να κατέβω από το βήμα της ΚΕ (στη συνεδρίαση της διάσπασης, 30/7/2015), απ’ όπου ζητούσα να μπει σε ψηφοφορία αντιπαραθετική πρόταση προς εκείνη τού Αλ. Τσίπρα, ενώ άλλη, ως προεδρεύουσα της ΚΕ, αρνήθηκε να τη θέσει στο σώμα (βλ. Παράρτημα 2). Άλλος, ως πρωτοπαλίκαρο του … Ηγέτη, επισκεπτόταν μαινόμενος τα γραφεία των βουλευτών που δεν σκόπευαν να υπερψηφίσουν το 3ο Μνημόνιο και απαιτούσε να παραδώσουν τις έδρες τους πριν τη σχετική ψηφοφορία (κάτι που, βέβαια, δεν απαίτησε από τους 11 βουλευτές που σχημάτισαν την “Νέα Αριστερά”), ενώ επιτίθετο φραστικά εναντίον της τότε Προέδρου της Βουλής, απειλώντας πως «θα την τελειώσουν». Πολύ απλά, χωρίς τη στήριξη από αυτά τα στελέχη, το 3ο Μνημόνιο, το “Αριστερό”, δεν θα είχε υπάρξει και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε οδηγηθεί στη σημερινή αποσύνθεση, συμπαρασύροντας μαζί του το σύνολο των δυνάμεων της ανυπακοής.
Τα στελέχη που σήμερα συγκροτούν τη λεγόμενη “Νέα Αριστερά” επιρρίπτουν στον Στ. Κασσελάκη ευθύνες που, ασφαλώς, δεν του αναλογούν. Πέραν όσων προανέφερα, ήταν αυτά τα ίδια που αποδέχθηκαν και νομιμοποίησαν την καταστατική αλλαγή για τον τρόπο εκλογής ηγεσίας, για να μη δυσαρεστήσουν τον Αλ. Τσίπρα. Κανένας από τους υποψήφιους προέδρους δεν δήλωσε διαφωνία (τουλάχιστον δημόσια) με τον τρόπο εκλογής, ούτε εξήγγειλε ότι εφ’ όσον εκλεγόταν θα εισηγούνταν την αλλαγή του. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, μάλιστα, νομιμοποίησαν ως «Διαρκές Συνέδριο» τις ομιλίες των πέντε υποψηφίων προέδρων μπροστά στο σύνολο, σχεδόν, της ιστορικής ηγεσίας τού χώρου, που δέχθηκε να αυτογελοιοποιηθεί περιοριζόμενη (μαζί με τους συνέδρους!) αποκλειστικά σε ρόλο χειροκροτητή (ίσως γι’ αυτό τώρα στοχοποιήθηκαν όσοι/όσες δεν χειροκροτούσαν). Η εκ νέου προσχηματική, αλλά επαναλαμβανόμενη, αναφορά στο “κόμμα των μελών” στο πλαίσιο αυτής της κραυγαλέας κακοποίησης των συλλογικών διαδικασιών, προκαλεί θυμηδία (βλ. Παράρτημα 3). Στο τέλος, αφού έχασαν το κόμμα μέσα από τα χέρια τους, κατήγγειλαν τη διαδικασία και τον Κασσελάκη για κεντροδεξιά παρέκκλιση.
Μόνο που η κεντροδεξιά παρέκκλιση δεν ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2023. Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019) εφάρμοσε κεντροδεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική, υπαγορευμένη από το Μνημόνιο που ψήφισε, μαζί με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι & Ανεξάρτητους Έλληνες (υπερταμείο, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, χρηματιστήριο ενέργειας, πώληση κόκκινων δανείων σε funds, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, κατάργηση ΕΚΑΣ κοκ.), χωρίς ίχνος ριζοσπαστισμού, αριστερού ή μη. Oι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού θετικές παρεμβάσεις του (υγεία, αναγνώριση Βόρειας Μακεδονίας, σύμφωνο συμβίωσης ζευγαριών ανεξαρτήτως φύλου) ήταν απολύτως εντός του δυτικού αστικού φιλελευθερισμού και καθόλου ριζοσπαστικά αριστερές.
Ο αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ (2019-2023) ψήφισε τα 2/3 των νομοθετικών πρωτοβουλιών της ΝΔ, καθώς πέρα από τα μνημονιακά μέτρα στα οποία είχε έτσι κι αλλιώς δεσμευθεί, στήριξε με κάθε τρόπο την ολιγαρχία (παραχώρηση Ελληνικού στη Lamda Development, Σκουριών στην El Dorado Gold, ναυπηγείων στην ΟΝΕΧ) και πλειοδότησε στην πατριδοκαπηλία και τον εθνικισμό (αγορά νέων Rafale, φράχτης στον Έβρο, “Τουρκοαιγαίο”).
Τα στελέχη αυτά, ακόμη και σήμερα, παραμένουν σταθερά αμετανόητα για τα πεπραγμένα τους από το 2015, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, διατηρώντας επιμελώς στο απυρόβλητο τον Αλ. Τσίπρα, ως Τοτέμ, υπερήφανα που έφεραν “επιτυχώς” σε πέρας το έργο που τους “επιβλήθηκε εκβιαστικά”.
Από την πλευρά του, ο “πρώτος Αριστερός” -και τέταρτος μνημονιακός- πρωθυπουργός τής χώρας, ο μοιραίος Αλέξης Τσίπρας, πήδηξε πρώτος απ’ το πλοίο που (γνώριζε ότι) βούλιαζε, κάνοντας παραιτούμενος την τελευταία ατομική κίνηση που του είχε απομείνει, για να διασώσει λίγο προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο πριν τον ολοκληρωτικό εξευτελισμό. Από το Ζάππειο, μόνος με μια κάμερα (αυτός κι η Ιστορία…), παράτησε το κόμμα του υπό διάλυση, χωρίς να δρομολογήσει διαδικασία ομαλής διαδοχής, χωρίς αναφορά σε συντριβή (ή, έστω, ήττα), χωρίς λέξη αυτοκριτικής, αμετανόητος και «υπερήφανος για τα επιτεύγματά του»: την παλινόρθωση των πολιτικών εκπροσώπων του ΝΑΙ, την απόλυτη κυριαρχία της ΝΔ και του αρχηγού της, τη νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ, την ξεχωριστή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση εθνικιστικών, φασιστικών και σκοταδιστικών δυνάμεων, τον ενταφιασμό τού ΟΧΙ, την περιθωριοποίηση των δυνάμεων της ανυπακοής και την εξουδετέρωση των κοινωνικών αντιστάσεων που η ελληνική κοινωνία έχτιζε στα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Η συλλογική ύβρις που από κοινού διέπραξαν σε βάρος τού κόμματός τους και, κυρίως, σε βάρος του ελληνικού λαού που τους εμπιστεύθηκε, δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στη σκληρή νέμεση που βίωσαν: ο οργανισμός, του οποίου περιφρόνησαν συνεδριακές αποφάσεις, καταστατικές προβλέψεις και προγραμματικές δηλώσεις, τους ξέβρασε με την ποινή τής ατίμωσης, ως «υπονομευτές του Αλ. Τσίπρα» (παρότι χάρη σε αυτούς κυριάρχησε ο πρώην Πρωθυπουργός), που αναλώνονται σε «πολιτική του Pummaro».
Η εκλογική συντριβή, η εκλογή Κασσελάκη και ο ευτελισμός τού κόμματος αποτελούν το επιστέγασμα της αυτοϋπονομευτικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, από τις πλατείες και το Δημοψήφισμα μέχρι τη δεξιά ριζοσπαστικοποίηση, την περίφημη «βίαιη ωρίμανση», που ταύτισε την Αριστερά με τον πάση θυσία κυβερνητισμό. Το νέο πολιτικό σκηνικό κλείνει έναν μεγάλο κύκλο ανάτασης και αισιοδοξίας για τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τής ανυπακοής. Αντικατοπτρίζει την αποτυχία τού σχεδίου της “κυβερνητικής Αριστεράς της συναίνεσης” και τις μακροχρόνιες συνέπειες από την εκούσια διάψευση των προσδοκιών των ανθρώπων για το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς.
Όσες και όσοι προσπαθήσαμε αλλά αποτύχαμε να αποτρέψουμε την καταστροφική κατάληξη, στεκόμαστε ανήμποροι απέναντι στο υπαρκτό κοινωνικό αίτημα ανασυγκρότησης, συντονισμού και εκπροσώπησης των κατακερματισμένων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της ανυπακοής.
Αναγνωρίζοντας και αναλαμβάνοντας την ευθύνη που μας αναλογεί (καθώς, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις μας, στηρίξαμε την “πρώτη φορά Αριστερά” μέχρι το καλοκαίρι του 2015), αντιλαμβανόμαστε ότι η οργανική διασύνδεσή μας με αυτό το κοινωνικό αίτημα αποκτά υπαρξιακή διάσταση, στον βαθμό που εξακολουθεί να μας αφορά η περιφρούρηση πολιτικού χώρου, ιδεών, θέσεων και αξιών που επανανοηματοδούν τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς.
Οποιαδήποτε απόπειρα ανασυγκρότησης, που θα επιχειρήσει να καλύψει το τεράστιο κενό στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, απαιτεί και προϋποθέτει μια καλά οργανωμένη και διεξοδική συλλογική αυτοκριτική συζήτηση για τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το φιάσκο του σχεδίου που οδήγησε από τον θρίαμβο του 2015 στη συντριβή τού 2023. Μόνο έτσι μπορεί η συντριπτική αποτυχία να μετουσιωθεί σε πολύτιμη γνώση.
Αυτή τη συζήτηση, ήρθε ο καιρός να την κάνουμε.
Παράρτημα 1
Μετά την παρουσίαση του περιβόητου Προγράμματος της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2014 στη ΔΕΘ, το σαββατοκύριακο 18-19/10/2014 συνεδρίασε η ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, με θέμα την εκλογική στρατηγική και τις πιθανές συμμαχίες εν όψει της αναμενόμενης πτώσης τής Κυβέρνησης Σαμαρά, λόγω της αδυναμίας εκλογής ΠτΔ. Τελικά, με εισήγηση του Αλ. Τσίπρα, η ΚΕ αποφάσισε να αναβάλει τη συγκεκριμένη συζήτηση, αποδεχόμενη την -επί λέξει- δέσμευση του Προέδρου ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις θα ληφθούν «στην ώρα τους και συλλογικά».
Έκτοτε, καμία σχετική συζήτηση δεν πραγματοποιήθηκε εντός των οργάνων του κόμματος. Στις αρχές τού Γενάρη του ’15, μάλιστα, συγκλήθηκε το Διαρκές Συνέδριο με θέμα την τακτική ενόψει των εκλογών τής 25ης Ιανουαρίου, που ήταν προγραμματισμένο ως διήμερο (3-4/1/2015). Όμως, ο προεδρεύων Νίκος Βούτσης πρότεινε (όχι με δική του πρωτοβουλία, ασφαλώς) να ολοκληρωθούν οι εργασίες το βράδυ τής πρώτης μέρας, μετά την ομιλία του Αλ. Τσίπρα και του οικονομικού επιτελείου, χωρίς να τοποθετηθούν οι σύνεδροι, «για να ξεχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον προεκλογικό αγώνα». Μετά από έντονες διαμαρτυρίες δόθηκε ο λόγος σε ελάχιστους συνέδρους και λίγο αργότερα, με μια ψηφοφορία παρωδία (ενώ σημαντικό μέρος των συνέδρων είχε ήδη αποχωρήσει, πιστεύοντας πως το συνέδριο θα συνεχιζόταν την επόμενη μέρα) τελικά ο Ν. Βούτσης ανακοίνωσε την ολοκλήρωση των εργασιών, παρότι οι εναπομείναντες σύνεδροι που ψήφισαν υπέρ της συνέχισης του συνεδρίου ήταν εμφανώς περισσότεροι από εκείνους που ψήφισαν υπέρ της έκτακτης ολοκλήρωσής του. Οι πλέον κωμικοτραγικές φιγούρες ήταν οι σύνεδροι που έφτασαν την Κυριακή το πρωί στον συνεδριακό χώρο (ΣΕΦ) και τον βρήκαν άδειο και κλειδωμένο.
Λίγες μέρες μετά, την Πέμπτη 8/1/2015, συνεδρίασε σε “κουτσουρεμένη” σύνθεση η Κεντρική Επιτροπή (σε ένα απόγευμα εργάσιμης καθημερινής, χωρίς τα μέλη της που εργάζονταν και χωρίς τα μέλη από την περιφέρεια), προκειμένου να επικυρώσει τις ειλημμένες αποφάσεις για τη σύνθεση των ψηφοδελτίων (υποψηφιότητες στελεχών προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ κλπ).
Σε εκείνη τη συνεδρίαση, την τελευταία πριν τις εκλογές, κατέθεσα προς ψήφιση το εξής κείμενο προβληματισμού για τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, το οποίο συνυπέγραψαν 4 ακόμη μέλη της ΚΕ, και ζήτησα να εγκριθεί από το όργανο, αλλά ο Δημήτρης Βίτσας, τότε γραμματέας της ΚΕ, αντικαταστατικά δεν επέτρεψε να τεθεί σε ψηφοφορία:
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΝΙΚΗ
Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά τη συζήτηση για την εκλογική τακτική, τις συμμαχίες και τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων παραβιάζουν τις κοινές μας συμφωνίες, αδικούν και εκθέτουν τον ΣΥΡΙΖΑ, τα μέλη και τα στελέχη του, στον κόσμο της Αριστεράς, που με αγωνία ελπίζει στην πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς στη χώρα μας.
Η πρωτόγνωρη ευθύνη, οι ασφυκτικές πιέσεις, η έλλειψη χρόνου και η κρισιμότητα των στιγμών οδήγησαν σε αναίρεση της δέσμευσης του Προέδρου, στην ΚΕ του Οκτωβρίου, ότι οι σχετικές αποφάσεις «θα ληφθούν στην ώρα τους και συλλογικά».
Καλούμε τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε επαγρύπνηση και σε περιφρούρηση των συλλογικών διαδικασιών του κόμματός μας, οι οποίες το διαφοροποιούν από τα κόμματα εξουσίας, όπως τα γνώρισε το πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης.
Καλούμε όλον τον ελληνικό λαό που υποφέρει από την πολιτική των μνημονίων να στηρίξει με όλες του τις δυνάμεις τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον οδηγήσει στην εκλογική νίκη και την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμα ανάσχεσης της ανθρωπιστικής κρίσης, πριν λάβει μη αναστρέψιμες διαστάσεις.
Θα δώσουμε όλες και όλοι μαζί αυτή την ιστορική εκλογική μάχη με στόχο την κυβέρνηση της Αριστεράς και δεσμευόμαστε ότι από την επόμενη μέρα των εκλογών θα λάβουμε τις απαραίτητες πρωτοβουλίες και θα καταθέσουμε τις ανάλογες προτάσεις, ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα εκφυλισμού των συλλογικών διαδικασιών του κόμματος, που αποτελούν κοινό μας κεκτημένο και απαράβατο όρο συνύπαρξής μας.
Αθήνα, 8/1/2015
Αλέξανδρος Μπίστης
Νάγια Νικολάου
Βένιος Αγγελόπουλος
Παναγιώτης Βωβός
Νίκος Παπατριανταφύλλου
Παράρτημα 2
Μετά το συγκλονιστικό ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος και το περιβόητο 17ωρο που στοίχισε στη χώρα το 3ο Μνημόνιο κι έναν πρωθυπουργικό έρπη, 109 από τα 201 μέλη της ΚΕ δημοσιεύσαμε κείμενο απόρριψης της προτεινόμενης νέας δανειακής σύμβασης, ζητώντας την άμεση σύγκληση του οργάνου, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως «Η συμφωνία αυτή δεν είναι συμβατή με τις ιδέες και τις αρχές της αριστεράς, κυρίως, όμως, με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον κόσμο και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ζητάμε την άμεση σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής και καλούμε τα μέλη, τα στελέχη και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να περιφρουρήσουν την ενότητα του κόμματος, στη βάση των συνεδριακών αποφάσεων και των προγραμματικών μας δεσμεύσεων».
Τελικά, η ΚΕ συγκλήθηκε στις 30/7/2015, με τον Αλ. Τσίπρα να εισηγείται, κατά την προσφιλή τακτική του, να μη ληφθεί απόφαση «εν θερμώ», αλλά να πάμε σε Διαρκές Συνέδριο τον Σεπτέμβριο και εκεί να αποφασίσουμε «δημοκρατικά και συλλογικά». Σε όσους δεν είχαν επιλέξει συνειδητά να ιεραρχήσουν το δέλεαρ της παραμονής στις κυβερνητικές θέσεις, ήταν προφανές ότι αυτή η πρόταση ήταν προσχηματική και ότι ο … Ηγέτης θα προκήρυττε εκλογές μόλις είχε στα χέρια του οτιδήποτε θα μπορούσε να περάσει από τη Βουλή ως “συμφωνία”.
Ενάντια σε αυτή την προοπτική, κατέθεσα προς ψήφιση στην ΚΕ το παρακάτω αντιπαραθετικό πλαίσιο, το οποίο συνυπέγραψαν 4 ακόμη μέλη της ΚΕ, όμως αυτή τη φορά ήταν η προεδρεύουσα Ερμίνα Κυπριανίδου που αρνήθηκε αντικαταστατικά να το θέσει σε ψηφοφορία, την ώρα που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατακόκκινος, σε παροξυσμό, ωρυόταν καθυβρίζοντάς με, απευθυνόμενος σε 2 εκ των μελών της ΚΕ που συνυπέγραψαν το πλαίσιο, απαιτώντας να κατέβω από το βήμα:
1. Η ΚΕ δεν συναινεί στο περιεχόμενο της προτεινόμενης συμφωνίας.
2. Η ΚΕ συγκροτεί κατεπειγόντως επιτροπή επεξεργασίας σχεδίου απεγκλωβισμού της χώρας από τις μνημονιακές δεσμεύσεις για αποκατάσταση της Δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
3. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζουν την κυβέρνηση με ψήφο ανοχής μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου.
4. Με την ολοκλήρωση του σχεδίου, προκήρυξη εκλογών με αίτημα για νέα διαπραγμάτευση και συμφωνία, στη βάση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ή ενεργοποίηση του σχεδίου απεγκλωβισμού.
5. Η παραπάνω διαδικασία πρέπει να επικυρωθεί το συντομότερο από έκτακτο συνέδριο.
Αθήνα, 30/7/2015
Αλέξανδρος Μπίστης
Νάγια Νικολάου
Παναγιώτης Βωβός
Ανδρέας Καρίτζης
Δημοσθένης Παπαδάτος
Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η ΚΕ στις 30/7 υπερψήφισε την πρόταση τού Προέδρου, επικυρώνοντας τη διάσπαση, η Βουλή, μόλις 15 μέρες αργότερα (14/8), ψήφισε το 3ο Μνημόνιο, το “Αριστερό”, ο Αλ. Τσίπρας 21 μέρες αργότερα (20/8) «παραίτησε» την Κυβέρνηση και προκήρυξε εκλογές, ενώ το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε 1,5 χρόνο μετά (Νοέμβριος 2016)!
Πριν την κατάθεση της αντιπαραθετικής πρότασης επιχείρησα να έρθω σε συνεννόηση με μέλη της ΚΕ που είχαν συνυπογράψει το κείμενο απόρριψης της νέας δανειακής σύμβασης, προερχόμενα τόσο από την πλειοψηφία (Αριστερή Ενότητα, 53 & ΚΟΕ), όσο και από τη μειοψηφία (Αριστερή Πλατφόρμα). Υπολόγιζα ότι τα 60 μέλη που είχαν εκλεγεί με την Αριστερή Πλατφόρμα, μαζί με τα 18 μέλη που προέρχονταν από την ΚΟΕ (Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας), συν τα 5 μέλη που συνπογράψαμε τελικά το πλαίσιο, ήμασταν 83. Ήταν βέβαιο πως από την μέχρι πρότινος πλειοψηφία (ΑρΕν & 53) θα βρίσκονταν πολύ περισσότερα από 18 μέλη που θα καταψήφιζαν τη συμφωνία (άλλωστε, στη διάσπαση αποχώρησαν από το κόμμα περισσότερα από τα μισά μέλη της ΚΕ). Η απολύτως εφικτή απόρριψη της νέας δανειακής σύμβασης από την ΚΕ (με 101+ αρνητικές ψήφους στις 200) ασφαλώς θα δρομολογούσε τελείως διαφορετικές εξελίξεις, καθώς, σύμφωνα με το καταστατικό (Άρθρο 14, παράγραφος 4) θα μπορούσαμε να θέσουμε θέμα άρσης της εμπιστοσύνης του 50% + 1 των μελών της ΚΕ προς τον Πρόεδρο, με συνέπεια την άμεση σύγκληση Έκτακτου Συνεδρίου.
Ο πρωταρχικός στόχος, ασφαλώς, ήταν να απορριφθεί η συμφωνία από το κόμμα, υποστηρίζοντας την Κυβέρνηση να ακολουθήσει τη δημοψηφισματική εντολή. Στον βαθμό, όμως, που η πρόσδεση του Αλ. Τσίπρα στο μνημονιακό άρμα ήταν τόσο ισχυρή, που δεν θα την απέτρεπε το ενδεχόμενο της διάσπασης, ο επόμενος στόχος ήταν η διάσπαση να γίνει με αποχώρηση τού μνημονιακού μπλοκ, υπό τον Αλ. Τσίπρα, και να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική στέγη τού αντιμνημονιακού στρατοπέδου, καθώς θεωρούσα αυτονόητο (όπως δυστυχώς η ζωή επαλήθευσε) πως μετά τη διάσπαση δεν υπήρχε περίπτωση όσοι/όσες αρνηθήκαμε τη μνημονιακή συνθηκολόγηση να κατορθώσουμε -και μάλιστα σε τόσο μικρό διάστημα, μέχρι τις εκλογές που ήμουν βέβαιος πως θα ακολουθούσαν- να συγκροτήσουμε από κοινού ένα νέο ενιαίο σχήμα.
Ο Τάσος Κορωνάκης, τότε γραμματέας της ΚΕ, ηγετικό στέλεχος των 53 (±20% της ΚΕ), προσπαθούσε να με αποτρέψει από το να καταθέσω αντιπαραθετική πρόταση, για «να μην οξύνω και πολώσω το κλίμα», υποστηρίζοντας ότι «έχουν δεσμεύσει και πείσει τον Αλ. Τσίπρα να μην πάρει καμία απόφαση, αν δεν πάμε πρώτα σε Συνέδριο».
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ηγετικό στέλεχος της Αριστερής Πλατφόρμας (±30% της ΚΕ), από την πλευρά του, προσπαθούσε να με αποτρέψει, δηλώνοντάς μου πως αν επέμενα θα ψήφιζαν λευκό, λέγοντας «Σκέψου να τη βάλεις σε ψηφοφορία και να τη χάσεις! Θα δικαιώσεις τον Τσίπρα!», θεωρώντας μάλλον πως αν το κόμμα γινόταν μνημονιακό με συλλογική απόφαση των οργάνων του θα ήταν χειρότερο από αυτό που έγινε, χωρίς να ερωτηθεί κανένα συλλογικό όργανο (του κόμματος ή, έστω, της κυβέρνησης).
Ο Ρούντι Ρινάλντι, ηγετικό στέλεχος των μελών της ΚΕ που προέρχονταν από την ΚΟΕ (±9% της ΚΕ), με ενημέρωσε ότι είχαν ειλημμένη απόφαση να παραιτηθούν στην αρχή της συνεδρίασης, χωρίς να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ψηφοφορία. Παρά τις επίμονες εκκλήσεις μου να ψηφίσουν και να παραιτηθούν στο τέλος της διαδικασίας, εφ’ όσον το αποτέλεσμα θα ήταν αρνητικό, ήταν αμετάπειστοι.
Η αφελής καλοπιστία έντιμων στελεχών τής πλειοψηφίας προς τις διαβεβαιώσεις του Αλ. Τσίπρα ότι δεν θα ληφθούν αποφάσεις εν θερμώ πριν πραγματοποιηθεί συνέδριο, καθώς δεν ήθελαν να αποδεχθούν ότι τους κορόιδευε κατάμουτρα· ο ευσεβής πόθος τής Αριστερής Πλατφόρμας ότι θα έφτιαχνε μόνη της σχήμα («Λαϊκή Ενότητα – ΛΑΕ») που θα κεφαλαιοποιούσε σημαντικό μέρος από το 61,3% του ΟΧΙ· η απολίτικη παραίτηση των μελών της ΚΟΕ πριν αρχίσει η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής· και, ασφαλώς, η προθυμία σημαντικού τμήματος του οργάνου να συνθηκολογήσει όπως όπως, προκειμένου να διατηρήσει την κυβερνητική “εξουσία”, εξυπηρέτησαν το σχέδιο του Αλ. Τσίπρα και των λοιπών προθύμων ηγετικών στελεχών να αυτομολήσουν στο στρατόπεδο της συναίνεσης, παρασέρνοντας μαζί τους και το πιο ενδιαφέρον εγχείρημα αριστερής πολιτικής ανυπακοής στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Οι συντριπτικές συνέπειες εκείνης της επιλογής είναι σήμερα ορατές και στους πλέον καλόπιστους.
Αυτά είναι γεγονότα. Η ερμηνεία τους παραμένει υποκειμενική και η αξιολόγησή τους επίσης.
Παράρτημα 3
Από τις 3 ώρες και 10 λεπτά του “Διαρκούς Συνεδρίου” του Σεπτεμβρίου 2023, κρατώ περίπου 10 δευτερόλεπτα και έναν συνειρμό:
α) Τα 10 δευτερόλεπτα ήταν από την ομιλία τού Στέφανου Τζουμάκα, του πρώτου (και μόνου, αν δεν μου διαφεύγει κάτι) στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ που παραδέχθηκε δημοσίως ότι «τις νέες κυβερνήσεις τις φέρνουν οι προηγούμενες», αναγνωρίζοντας ότι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν πολιτική συνέπεια των επιλογών τής Κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτή ήταν και η μοναδική στιγμή σοβαρής αυτοκριτικής που ακούστηκε στις πέντε ομιλίες. Κατά τα λοιπά, μια αφόρητα κοινότοπη τιποτολογία, χωρίς ίχνος οράματος, φαντασίας, έμπνευσης ή, έστω, ειλικρινούς αναγνώρισης ευθυνών από το φιάσκο της “πρώτης φοράς Αριστεράς”, οι καταστροφικές συνέπειες του οποίου αποτυπώθηκαν ανάγλυφα στο εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Ιουνίου, τόσο για τη χώρα συνολικά, όσο και για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
β) Ο συνειρμός προέκυψε από το ανούσιο αναμάσημα της καραμέλας περί του “κόμματος των μελών”, που δήθεν φιλοδοξούν να οικοδομήσουν. Ήταν Φεβρουάριος του 2008, όταν το 5ο συνέδριο του -πάλαι ποτέ- Συνασπισμού της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας εξέλεξε ως Πρόεδρο του ΣΥΝ τον Αλ. Τσίπρα και μεγάλο αριθμό στελεχών της ίδιας γενιάς (μεταξύ αυτών για πρώτη φορά και τον γράφοντα) στη νέα Κεντρική Πολιτική Επιτροπή τού κόμματος.
Λίγες μέρες μετά, στην πρώτη και πανηγυρική συνεδρίαση του οργάνου, ο Δημήτρης Μπίρμπας, στέλεχος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης τότε, ανέβηκε στο βήμα και, αφού συνεχάρη τον νέο Πρόεδρο και τη νέα ηγεσία, διατύπωσε την εξής προτροπή: «Ας αφήσουμε τα μεγάλα λόγια περί κόμματος των μελών και ας δουλέψουμε ώστε να φτιάξουμε τουλάχιστον το κόμμα των στελεχών της Κεντρικής Επιτροπής». Άπειρος καθώς ήμουν από τα εσωκομματικά, εξέλαβα τη φράση εκείνη ως αντιπολιτευτική μικρότητα και θύμωσα, θεωρώντας ότι αμφισβητούσε -και μάλιστα στην παρθενική συνεδρίαση- την πρόθεση της νέας ηγεσίας να λειτουργήσει με γνώμονα τη βούληση των μελών του κόμματος.
Έκτοτε, στα χρόνια που εκλεγόμουν σε κεντρικές επιτροπές του ΣΥΝ και αργότερα του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το καλοκαίρι του 2015 που παραιτήθηκα από το όργανο και αποχώρησα από το κόμμα, διαπίστωσα ότι εκείνη η φράση τού Δ. Μπίρμπα ήταν από τις πιο σοβαρές κουβέντες που ακούστηκαν ποτέ σε συνεδρίαση των οργάνων.
Ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην πράξη κόμματα των μηχανισμών και των διατασικών ισορροπιών, ενώ καμία απόφαση δεν λαμβανόταν πραγματικά εντός των κεντρικών επιτροπών τους, οι οποίες ουδέποτε λειτούργησαν ως βουλευόμενα όργανα, αλλά απλώς ως σώματα επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων που προέκυπταν από διαβουλεύσεις και συμφωνίες σε κλειστά γραφεία, μεταξύ των επικεφαλής των τάσεων.