Ο ΣΥΡΙΖΑ (α)πέτυχε!
Ο χρόνος που πέρασε θα μείνει έτσι κι αλλιώς στην Ιστορία ως ένας από τους πιο πυκνούς σε μεγάλης εμβέλειας πολιτικά γεγονότα, εντός και εκτός Ελλάδας.
Ενας χρόνος που στη χώρα μας ξεκίνησε με την προσδοκία μιας ιστορικής ανατροπής ολοκληρώνεται με την καταβαράθρωσή της: μόλις 10 μήνες μετά τις εκλογές «της ελπίδας που ερχόταν», ο ελληνικός λαός, σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, είναι και πάλι ο πιο απογοητευμένος και απαισιόδοξος στην Ευρώπη.
Η μετάβαση του νέου ΣΥΡΙΖΑ και του Αλ. Τσίπρα από το «είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος» στο «είμαστε κάθε λέξη του Μνημονίου» και από το «σκοπεύω να πρωτοτυπήσω και να κάνω ό,τι έλεγα προεκλογικά» στο «τελικά θα κάνω ό,τι έκαναν οι προηγούμενοι» ολοκλήρωσε τον κύκλο κατασπατάλησης μιας ανεπανάληπτης δυναμικής που διαμορφώθηκε στην ελληνική κοινωνία από τον περασμένο Ιανουάριο και κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου.
Μετά τα πρωτοφανή δημοσκοπικά ποσοστά της περασμένης άνοιξης (αποδοχή κυβέρνησης και δημοφιλία Αλ. Τσίπρα άνω του 80%, εκτίμηση εκλογικής επιρροής ΣΥΡΙΖΑ άνω του 45%) φτάσαμε σήμερα, 3 μήνες μετά τη νίκη του με διαφορά 7,5% στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο νέος ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται με βραχεία κεφαλή της ακέφαλης και άνευ στρατηγικής και προγράμματος Ν.Δ., με ποσοστά που οριακά υπερβαίνουν το 20%.
Ηδη, μάλιστα, καλλιεργείται το έδαφος για την απόλυτη αυτογελοιοποίηση της «πρώτης φοράς Αριστεράς», με τα κανακέματα στο παλαιότερο τρολ του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που παρουσιάζεται ως πιθανό κυβερνητικό υποστύλωμα, τον Β. Λεβέντη, ο οποίος μία ημέρα μετά το δημοψήφισμα αποκαλούσε λυσσασμένα σκυλιά, φασίστες και λιγούρηδες όσους ψήφισαν «ΟΧΙ» και περιέγραφε τους αριστερούς ως αποτυχημένους πολίτες.[1]
Η συνθηκολόγηση του καλοκαιριού έδωσε τη χαριστική βολή στην ανάταση που είχε δημιουργήσει η νίκη του Ιανουαρίου, αφήνοντας την ελληνική κοινωνία ξανά χωρίς πυξίδα και πίστη ότι υπάρχει άλλος δρόμος.
Η διάψευση των προσδοκιών που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιέργησε συνέβαλε αποφασιστικά στην περαιτέρω απαξίωση των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος, με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την Public Issue, μόλις 1 στους 10 πολίτες εμπιστεύεται τα κόμματα και 3 στους 10 τη Βουλή, ενώ 9 στους 10 εμπιστεύονται τον στρατό, 7 στους 10 την αστυνομία και 6 στους 10 την Εκκλησία.
Ολα τα παραπάνω στοιχειοθετούν την παταγώδη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, με εξαίρεση μικρές –αν και όχι ασήμαντες– παρεμβάσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων, όπως η αξιοπρεπής, ώς τώρα, αντιμετώπιση του συγκλονιστικού προσφυγικού κύματος, η απόδοση ιθαγένειας στα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς, η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια.
Αυτή η αποτυχία είναι συνέπεια των ανυπέρβλητων οργανωτικών και πολιτικών αδυναμιών του κομματικού μηχανισμού του, που δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ραγδαίας μετατροπής του από κόμμα υπεράσπισης πολιτικών θέσεων σε κόμμα εξουσίας. Η μετεξέλιξή του από εργαλείο μαζικής επιρροής, συλλογικής διαμόρφωσης συνειδήσεων και ανατροπής κατεστημένων νοοτροπιών σε αρχηγοκεντρικό γραφειοκρατικό μηχανισμό διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, αποκομμένο από την αναζωογονητική δύναμη των λαϊκών κινημάτων και διεκδικήσεων, κατέστησε την ενσωμάτωσή του αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Ωστόσο, δεδομένων των απολύτως αρνητικών συσχετισμών, ίσως αυτό που πέτυχε να ήταν το καλύτερο που μπορούσε στη συγκυρία: επανέφερε, αρχικά, την πολιτική στο προσκήνιο, πολιτικοποίησε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, δημιούργησε ρωγμές και τριγμούς στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό μόρφωμα, ευαισθητοποίησε την παγκόσμια κοινή γνώμη ξεσηκώνοντας –ειδικά την περίοδο του δημοψηφίσματος– πρωτόγνωρες διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η ίδια η διαδικασία του δημοψηφίσματος, ανεξάρτητα από το πώς χειρίστηκε εκ των υστέρων το αποτέλεσμά του η κυβέρνηση, αποτέλεσε νίκη της πολιτικής και σημαντική παρακαταθήκη που έχει εγγραφεί στο συλλογικό συνειδητό. Το σκληρά ταξικό «ΟΧΙ» κατέστησε τη διάκριση Αριστεράς/Δεξιάς πιο επίκαιρη από ποτέ, υπενθυμίζοντας πως όσοι τη θεωρούν ξεπερασμένη υπονοούν, ηθελημένα ή μη, ότι δεν υφίστανται πλέον ταξική πάλη και κοινωνικές ανισότητες.
Σε μια κοινωνία όπου η υποκρισία και ο πουριτανισμός περισσεύουν και η κατανόηση της κοινωνικής ευημερίας περιορίζεται στο τρίπτυχο «επενδύσεις – ανάπτυξη – ανταγωνιστικότητα», η Αριστερά απέτυχε να εικονοποιήσει ένα εναλλακτικό όραμα σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο καπιταλιστικό: ενώ περιγράφει πώς δεν πρέπει να είναι οι κοινωνίες, έχει τεράστια αδυναμία να περιγράψει πώς πρέπει να είναι. Ομως, Αριστερό είναι να επινοείς τρόπους υπέρβασης των μονόδρομων και όχι να τους ακολουθείς δήθεν διαφωνώντας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιτέλεσε τον ιστορικό ρόλο του και έκλεισε τον κύκλο του, λειτουργώντας ως τροχιοδεικτική φωτοβολίδα: έδειξε τον δρόμο για το πέρασμα από την ανάθεση στη συμμετοχή, από τον ατομικισμό στην αλληλεγγύη, από τον κοινωνικό αυτοματισμό στην κοινωνική χειραφέτηση. Και μετά, όπως όλες οι φωτοβολίδες, κάηκε και έσβησε. Μένει να φανεί στα επόμενα χρόνια αν κάποιοι, εδώ ή αλλού, πήραν το μήνυμα και τι θα το κάνουν.
[1] Συνέντευξη στα Παραπολιτικά FM (06/07/15).