Ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση, η “συμφωνία”, η δημοκρατία και… οι άλλοι
Το πρωτοφανές πραξικόπημα σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης και η «λίστα φρικαλεοτήτων» την οποία αναγκάστηκε να αποδεχθεί εκβιαζόμενη, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για διαφορετικές εκτιμήσεις τόσο ως προς την έκταση της συντριβής του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης όσο και για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παγιώνονται εντός της Ευρωζώνης.
Αν και δεν είναι η στιγμή για αναλυτικό απολογισμό πράξεων και παραλείψεων για το εξάμηνο από τις εκλογές μέχρι σήμερα, καθώς επείγουν εξαιρετικά σοβαρές πολιτικές αποφάσεις, αυτές οι αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν παραγνωρίζοντας την εμπειρία που προέκυψε αυτό το διάστημα.
Ο δρόμος της εφαρμογής της συμφωνίας, τον οποίο εισηγείται ο πρωθυπουργός, εκτιμά πως θα έχει το περιθώριο να αμβλύνει τις καταστροφικές προβλέψεις της «συμφωνίας» και να ασκήσει πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής, αφού αποκατασταθεί η ρευστότητα και σταθεροποιηθεί η οικονομία της χώρας. Η προσέγγιση αυτή προσβλέπει σε τόνωση των επενδύσεων και συνακόλουθη ανάπτυξη καθώς και σε μεταρρυθμίσεις στο κράτος, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τη διαφθορά, τη διαπλοκή κ.λπ.
Πέραν του ότι τα παραπάνω αποτελούν αναμάσημα της θεωρίας του «success story», τόσο οι κοινωνικές εντάσεις, που θα οξυνθούν εκ νέου με την εφαρμογή των προβλέψεων της «συμφωνίας», όσο και η εχθρική στάση των δανειστών δεν πρόκειται να επιτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Οι δανειστές δεν θα αρκεστούν στο να μετατρέψουν την πρώτη κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά σε τέταρτη μνημονιακή κυβέρνηση της χώρας, που θα διασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση για το 3ο Μνημόνιο (πράγμα που έχει ήδη επιτευχθεί: 2010 – 1ο Μνημόνιο, 172 βουλευτές | 2012 – 2ο, 199 | 2015 – 3ο, 229), αντίθετα θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να δημιουργήσουν δι’ αυτής το απόλυτο αντιπαράδειγμα για κάθε άλλο λαό που θα ήθελε να σηκώσει κεφάλι.
Η επιτήρηση θα είναι αμείλικτη και διαρκής, τα μέτρα αποκλείεται να αποδώσουν τα προβλεπόμενα, κατά συνέπεια θα ζητούνται νέα και θα δημιουργούνται διαρκώς προσκόμματα στη χρηματοδοτική ροή. Τα υφεσιακά και ταξικά άδικα μέτρα θα εξαθλιώσουν μέχρις εξόντωσης τον ήδη χειμαζόμενο ελληνικό λαό, ο οποίος θα απομακρύνεται από την κυβέρνηση, αναζητώντας άλλες, αντιδραστικές πιθανότατα, διεξόδους. Η πρόβλεψη ότι σε μια οικονομία σε «σπιράλ θανάτου» (όπως το περιγράφουν οι προεκλογικές αναλύσεις του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ) θα γίνουν μεγάλες επενδύσεις, την ώρα που τεράστια επενδυτικά κεφάλαια κάνουν φτερά από την Ευρώπη προς άλλες, πιο κερδοφόρες περιοχές, είναι απλώς ανεδαφική. Επίσης, η προσδοκία για δυνατότητα νομοθετικών πρωτοβουλιών προς μια λογική κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής του πλούτου καταρρέει υπό το βάρος της πρόβλεψης για έγκριση από τους θεσμούς κάθε νομοσχεδίου, πριν καν αυτό βγει σε δημόσια διαβούλευση. Είναι απολύτως απίθανο μια κυβέρνηση σε ομηρία, και σε -εκ των πραγμάτων- μικρότερη ή μεγαλύτερη συνεννόηση με τα κόμματα του Ναι, να μπορέσει να νομοθετήσει προς μια τέτοια κατεύθυνση. Εκτός των παραπάνω, τέλος, ακόμα και η τελική επίτευξη συμφωνίας για το 3ο Μνημόνιο, έχει τεθεί ήδη εκ νέου εν αμφιβόλω από τις ίδιες ευρωπαϊκές ελίτ που επιζητούν τον απόλυτο εξευτελισμό της ελληνικής κυβέρνησης. Άλλωστε, όπως μάθαμε μετά τη συμφωνία του Φεβρουαρίου, όταν ένας εκβιασμός αποδίδει και δεν λαμβάνονται μέτρα αντιμετώπισής του, τότε θα επαναλαμβάνεται όποτε χρειάζεται.
Με λίγα λόγια, αυτός ο δρόμος παραβιάζει ό,τι παραβιάζεται: τη λογική και τη συνείδησή μας, τις συνεδριακές δεσμεύσεις, τις προεκλογικές εξαγγελίες και, ασφαλώς, τη λαϊκή εντολή τόσο της 25ης Ιανουαρίου όσο και της 5ης Ιουλίου.
Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση, υπό το παραπάνω πλαίσιο, αποκλείεται να κυβερνήσει ως αριστερή. Η αφομοίωση της λογικής των μονοδρόμων εκ μέρους της δικαιώνει όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις και, σε συνδυασμό με πολλές από τις μέχρι τώρα επιλογές της (ΠτΔ, Δ.Σ. ΕΡΤ, στελέχωση «κλειστού» κυβερνητικού επιτελείου, υπουργείο Δημόσιας Τάξης κ.λπ.), αλλά και μια ρητορική που περιστρέφεται γύρω από τις «επενδύσεις», τις «αγορές» και την «ανάπτυξη», χωρίς ίχνος προσπάθειας για αποδόμηση της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, στοιχειοθετούν σαφές σήμα αλλαγής κατεύθυνσης. Μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να καταγραφεί ως «κυβέρνηση της Αριστεράς». Στην ουσία, αποτελεί κυβέρνηση ειδικού σκοπού και μπορεί να έχει την ανοχή των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, για να ολοκληρώσει το έργο της ως κυβέρνηση μειοψηφίας, μέχρι την προκήρυξη εκλογών.
Η Αριστερά δεν μπορεί να επιτρέψει να συντελεστεί αυτή η μετάλλαξη στο όνομά της. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει περιθώριο να ταπεινώσει εκ νέου τον ελληνικό λαό, οδηγώντας τον από τον έντιμο συμβιβασμό στη συνθηκολόγηση άνευ όρων, αντίθετα πρέπει τάχιστα να παραδεχθεί πως η γραμμή του ιδρυτικού συνεδρίου απέτυχε, καθώς η «Ευρώπη των λαών και της αλληλεγγύης» ηττήθηκε κατά κράτος, και να μπει σε διαδικασία άμεσης επεξεργασίας σχεδίου ομαλού απεγκλωβισμού της χώρας από τις διεθνείς δεσμεύσεις της. Είναι σαφές πως δεν μπορείς να απειλείς με όπλα που δεν έχεις. Όλοι φοβούνται τα πυρηνικά, αλλά γελάνε με κάποιον που απειλεί μ’ αυτά χωρίς να έχει κόκκινο κουμπί. Κατά συνέπεια, η μόνη κατεπείγουσα διαδικασία που μπορεί να γίνει αποδεκτή είναι η αξιοποίηση όλων των προκαταρκτικών σχεδίων για ομαλή αποδέσμευση από την Ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως εμφανίζει κραυγαλέα σημάδια αποσύνθεσης, καθώς και των αναλύσεων των διασημότερων διεθνώς οικονομολόγων, που κατήγγειλαν τη «συμφωνία» και κάλεσαν την Ελλάδα να μην την αποδεχθεί, προκειμένου να συγκροτηθεί εφαρμόσιμο πρόγραμμα επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, με όλα τα πιθανά ενδιάμεσα στάδια, και διαχείρισης των συνεπειών τους με γνώμονα την προστασία των χαμηλότερων στρωμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποδεχθεί τη μετακύλιση του εκβιασμού και, εν τέλει, του πραξικοπήματος στο εσωτερικό του. Η άρνηση σύγκλισης των οργάνων, η συστηματική απαξίωσή τους και η εργαλειακή αξιοποίησή τους ως σφραγίδας επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων δεν έχει καμία σχέση με δημοκρατία. Και δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως αγωνιζόμαστε για τη δημοκρατία στη χώρα και την Ευρώπη, όταν τη χρησιμοποιούμε μόνο ως πρόφαση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανάγκη του κόσμου για μια νέα σχέση με την πολιτική, τη δημοκρατία, τις σχέσεις αντιπροσώπευσης και το πολιτικό σύστημα συνολικά είναι πια κραυγαλέα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να επιλέξει μεταξύ του να την θωρακίσει, να την οργανώσει και να την οδηγήσει την επόμενη περίοδο με όρους κοινωνικής χειραφέτησης ή να την αφήσει να τον προσπεράσει, συγκαταλεγόμενος στα κόμματα του παλαιού πολιτικού σκηνικού, αποτελώντας κι αυτός ήδη παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, η ταξική πάλη συνεχίζεται!