Το ΌXI και η ελληνική πρόταση προς τους θεσμούς
Το εκκωφαντικό «Όχι» που βγήκε από την κάλπη του δημοψηφίσματος της προηγούμενης Κυριακής, βγήκε στην πραγματικότητα από τα βάθη της ψυχής του ελληνικού λαού. Αυτό το «Όχι» γαλουχήθηκε μέσα στη βαναυσότητα των μνημονιακών πολιτικών και σκληραγωγήθηκε από την αγριότητα των μνημονιακών κυβερνήσεων. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να μεταστραφεί από την εκστρατεία τρομοκράτησης που εξαπέλυσε το απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό και τα κανάλια της διαπλοκής.
Απέναντι στην προβλέψιμη τακτική του «διαίρει και βασίλευε», εκ μέρους όσων ωρύονταν πως επίκειται «εθνικός διχασμός», ο ελληνικός λαός αντέτεινε τη γιορτή της κοινωνικής χειραφέτησης, αποδεικνύοντας στην πράξη πως ο μόνος διχασμός που υπάρχει είναι μεταξύ της παλαιάς πολιτικής ελίτ και του ίδιου του λαού που αγωνίζεται για την αξιοπρέπεια και την επιβίωσή του. Αυτό το χάσμα σηματοδοτεί, κατά πάσα πιθανότητα, οριστικά και αμετάκλητα το τέλος της Μεταπολίτευσης.
Μέσα από την πλέον δημοκρατική διαδικασία, αλλά υπό πρωτοφανείς συνθήκες καταστροφολογίας, εκβιασμών και απειλών από το παγκόσμιο καπιταλιστικό στερέωμα, αναδύθηκε το ψύχραιμο, σίγουρο, αποφασιστικό και, κυρίως, ρεαλιστικό «Όχι» στο μηντιακό πραξικόπημα και στα (εντός και εκτός χώρας) σχέδια ανατροπής της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτό το λυτρωτικό «Όχι» σηματοδοτεί πως ο φόβος έχει τελειώσει για την ελληνική κοινωνία και έχει περάσει στην απέναντι πλευρά. Εναπόκειται πλέον σε μια πολύ στενή ελίτ των ευρωπαϊκών ηγεσιών να αποφασίσει τάχιστα αν θα αξιοποιήσει την ευκαιρία που της προσφέρει η Ελλάδα, ώστε να εργαστεί για την ομαλότητα και τη σταθερότητα στην περιοχή, με πρόταγμα την ειρήνη και την αρμονική συνύπαρξη των λαών ή αν θα επικρατήσουν οι πιο ακραίες φωνές για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, αφού ο Βορράς απομύζησε τον Νότο, ρισκάροντας τη νομισματική ένωση στο βωμό της λιτότητας, και θέτοντας εν κινδύνω το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο θρίαμβος του «Όχι», με κλειστές τράπεζες και έλεγχο κεφαλαίων, αποτελεί, επιπλέον, θρίαμβο της πολιτικής. Το σκληρά ταξικό «Όχι» καθιστά τη διάκριση Αριστεράς/Δεξιάς πιο επίκαιρη από ποτέ, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη, όπως έδειξαν οι μαζικότατες διαδηλώσεις συμπαράστασης προς τον ελληνικό λαό στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις.
Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική πρόταση προς τους Θεσμούς φαντάζει παράταιρη, αν όχι κατώτερη των περιστάσεων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ωστόσο, πως αποτελεί προϊόν εκβιασμών και όχι συναίνεσης, ότι πρόκειται για τακτικό ελιγμό, δεδομένων των αρνητικών συσχετισμών δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο, και όχι για αφομοίωση της λογικής του αντιπάλου, ενώ δεν μπορεί να παραγνωριστεί πως απαιτεί άμεση δέσμευση των Θεσμών για αντιμετώπιση του ζητήματος βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πακέτο.
Η επιβίωση της κυβέρνησης είναι η μοναδική εγγύηση για τη διαχείριση της επόμενης μέρας, με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες για τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και των λαϊκών στρωμάτων. Ενδεχόμενη πτώσης της ή «διάσωσή της» από τα κόμματα του «Ναι» είναι αδιέξοδη και δικαιώνει σχεδιασμούς αριστερής παρένθεσης, στέλνοντας μήνυμα παραίτησης σε όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που ελπίζουν σε επιτυχία της, προκειμένου να αγωνιστούν και οι ίδιες για την ανατροπή των συσχετισμών στις χώρες τους.
Η Ευρώπη που απορρίπτει τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία δεν είναι η Ευρώπη για την οποία αγωνιζόμαστε. Μ’ αυτό το δεδομένο, η κυβέρνηση θα πρέπει να εργαστεί το επόμενο διάστημα για το συντονισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων ενάντια στη λιτότητα και να συνεκτιμήσει τις πολιτικές εξελίξεις μετά τις επερχόμενες εθνικές εκλογές σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να επεξεργαστεί επειγόντως πλήρες σχέδιο ομαλού απεγκλωβισμού από τις εθνικές δεσμεύσεις, στο βαθμό που στο άμεσο μέλλον δεν διαφοροποιηθούν οι συσχετισμοί δύναμης σε επίπεδο ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και δεν ληφθούν γενναίες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των περιορισμών που προκύπτουν από το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, σχετικά με ζητήματα ρύθμισης του δημόσιου χρέους των ευρωπαϊκών χωρών (βλ. συνδιάσκεψη για το χρέος). Είναι, ασφαλώς, προφανές πως κάθε πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να τεθεί υπό την έγκριση του ελληνικού λαού.
Μέχρι τότε, η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός οφείλουν να πάρουν όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της προστασίας των λαϊκών στρωμάτων, των εργασιακών δικαιωμάτων και της Δημοκρατίας. Η πρώτη μάχη που πρέπει να δοθεί και να κερδηθεί είναι απέναντι στο σύστημα εξουσίας που γιγαντώθηκε και λυμαίνονταν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η προκλητική αυθαιρεσία και η ανεξέλεγκτη περιφρόνηση κάθε νομικού πλαισίου από ιδιωτικά κανάλια, ομιλούσες τηλεοπτικές κεφαλές, τράπεζες κερδοσκόπων, τοκογλύφων και μεγαλοφοροφυγάδων, εταιρίες δημοσκοπήσεων και διαπλεκόμενου πολιτικού προσωπικού, με στόχο τη συντονισμένη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, έχει πλέον στραφεί εναντίον των εμπνευστών της, καθιστώντας ώριμο κοινωνικό αίτημα την αποφασιστική πάταξη τέτοιων φαινομένων. Θα χρειαστεί γι’ αυτό πυγμή ανάλογη με την ένταση της λυσσαλέας επίθεσης που δέχθηκε η κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός από όσους πλιατσικολόγησαν σε βάρος του όλα αυτά τα χρόνια.
Φαινόμενα λιγοψυχίας ή φυγομαχίας εκ μέρους της κυβέρνησης ή/και του ΣΥΡΙΖΑ, υπό το βάρος των ιστορικών ευθυνών, είναι ασυγχώρητα. Για τη διασφάλιση της μακροβιότητας της πρώτης κυβέρνησης με κορμό την Αριστερά, για τη σταδιακή κατάκτηση της εξουσίας (που δεν παραχωρείται «αυτοδικαίως» στις κυβερνήσεις) και την απόδοσή της με όρους πλήρους ενημέρωσης και ενεργού συμμετοχής -δηλαδή Δημοκρατίας- στον ελληνικό λαό, για τη δικαίωση της ελπίδας και της αντοχής του, για την επίτευξη της ιδεολογικής ηγεμονίας, δεν αρκεί η κυβέρνηση αυτή να μην είναι παρένθεση, απαιτείται να κυβερνήσει ως αριστερή!