Μια υπέροχη ευκαιρία

  • 3 Μαΐου 2024 |

Δεν ειν’ αργά, δεν ειν’ αργά ποτέ,

φτάνει να θέλεις, να επιμένεις, να πιστεύεις,

για νέες ήττες, για νέες συντριβές,

για όσα ποθείς μονάχα αξίζει να παλεύεις.

Γιάννης Αγγελάκας, Τρύπες

«Κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία»

Η αποτίμηση του ρόλου του ΣΥΡΙΖΑ στα πολιτικά πράγματα της Μεταπολίτευσης και στον γαλαξία τής ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς απαιτεί να ανατρέξουμε τρεις δεκαετίες πίσω, στο 1992, στην ίδρυση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου[1] και στην εκλογική αποτυχία τού 1993, με την οποία το νέο κόμμα πρωτοεμφανίζεται στην ελληνική πολιτική σκηνή ως δύναμη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Καθώς ο Συνασπισμός (ΣΥΝ) υπήρξε εμπνευστής, διαμορφωτής και ραχοκοκαλιά τού ΣΥΡΙΖΑ, η πορεία του αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής αποτίμησης του κόμματος που έμελλε να κυβερνήσει τη χώρα 22 χρόνια αργότερα.[2] Ασφαλώς, το παρόν κείμενο δεν αποτελεί πλήρες ιστορικό του ΣΥΝ ή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά παρουσιάζει συνοπτικά κομβικές στιγμές αυτού του τριακονταετούς κύκλου, που έκλεισε με την εκλογική συντριβή τού Ιουνίου του 2023.

Παρακολουθώντας κριτικά την εξέλιξη της κομματικής οργάνωσης του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ,[3] εντοπίζω χαρακτηριστικά που οριοθέτησαν την οργανωτική και πολιτική πορεία τους, τα οποία ίσως βοηθούν ώστε η συλλογικά βιωμένη τραυματική εμπειρία, μετά το φιάσκο του σχεδίου που οδήγησε από τον θρίαμβο του 2015 στη συντριβή τού 2023, να μετουσιωθεί σε πολύτιμη γνώση για το μέλλον. Ίσως μια τέτοια αποτίμηση επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε το μάθημα του ΣΥΡΙΖΑ, όχι ως μια χαμένη, αλλά ως μια υπέροχη ευκαιρία.

1992 – 1996 | Ο εξωκοινοβουλευτικός ΣΥΝ

Μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας ήττας για την Αριστερά, καθώς η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ξεκίνησε με την πτώση τού τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, και ενώ ηγεμόνευαν ανιστόρητες νεοφιλελεύθερες φαντασιώσεις περί του «τέλους τής Ιστορίας», η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση ενός χώρου που ακόμα μετρούσε τις πληγές του, από τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις με τη ΝΔ και σε Ειδικά Δικαστήρια και από τη διάσπαση με το ΚΚΕ[4], φάνταζε και ήταν τιτάνια. Τον Ιούνιο του 1992 πραγματοποιήθηκε το 1ο (ιδρυτικό) Συνέδριο του νέου ΣΥΝ, που εξέλεξε ως πρόεδρο τη Μαρία Δαμανάκη, η οποία, ωστόσο, παραιτήθηκε σύντομα, μετά την εκλογική αποτυχία του Οκτωβρίου του 1993 (2,94% – 203 χιλ. ψηφοφόροι). Τη διαδέχθηκε στο 2οΣυνέδριο (Δεκέμβριος 1993) ο Νίκος Κωνσταντόπουλος (επικρατώντας στον β’ γύρο απέναντι στον Αλέκο Αλαβάνο)[5], ενώ στις ευρωεκλογές του επόμενου έτους (Ιούνιος 1994) ο ΣΥΝ κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό του (6,25%, 2 ευρωβουλευτές – 408 χιλ. ψηφοφόροι). Έχοντας εναντιωθεί στη “Μεγάλη Ιδέα” των Ολυμπιακών Αγώνων και στο “ξεβλάχεμα” του ΚΛΙΚ, αγωνιστές και αγωνίστριες της αντιδογματικής, φιλοευρωπαϊκής, ανανεωτικής αριστεράς, επιχείρησαν να διασφαλίσουν ζωτικό χώρο ύπαρξης γύρω από το ρεύμα του Ευρωκομμουνισμού[6], μέσα σε ένα εχθρικό για τις ιδέες τους περιβάλλον, εντός και εκτός χώρας. Την περίοδο αυτή, ταυτόχρονα με την προσπάθεια κομματικής συγκρότησης, επιχειρείται και η δημιουργία οργάνωσης νεολαίας, με την ίδρυση της Ένωσης Αριστερών Νεών – ΕΑΝ (1994).[7]

1996 – 2004 | Η αριστερή στροφή

Μετά την άνετη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση το 1996 (5,12%, 10 βουλευτές – 347 χιλ. ψηφοφόροι), επί προεδρίας Ν. Κωνσταντόπουλου, απέναντι στον νεοφιλελεύθερο «εκσυγχρονισμό» και στον παροξυσμό του Χρηματιστηρίου επί ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, ο ΣΥΝ κάνει στροφή στα κινήματα, ιδιαιτέρως ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ενώ κρατά αποστάσεις και από τη νέα “Μεγάλη Ιδέα” της εγχώριας άρχουσας τάξης, την είσοδο στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ),[8] παρότι το 1992 είχε υπερψηφίσει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ,[9] που θεσμοθέτησε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1999 η ΕΑΝ μετεξελίσσεται σε Νεολαία ΣΥΝ και στο ιδρυτικό συνέδριό της εκλέγεται πρώτος γραμματέας του Κεντρικού Συμβουλίου ο Αλέξης Τσίπρας. Στο πλαίσιο της λεγόμενης «αριστερής στροφής» της περιόδου, το 2001 πολυμελής αντιπροσωπεία τού κόμματος συμμετέχει στην πανευρωπαϊκή διαδήλωση κατά της συνόδου κορυφής των G8 στη Γένοβα, ανοίγοντας τον δρόμο για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού (2001) και του Ελληνικού (2003) Κοινωνικού Φόρουμ, αλλά και του Χώρου Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς (2001), που αποτέλεσε προπομπό του ΣΥΡΙΖΑ (2004),[10] όπως και του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (2004), καθοριστικές πρωτοβουλίες στις οποίες ο ΣΥΝ και η Νεολαία του έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, υπό την ηγεσία του Ν. Κωνσταντόπουλου.

2004 – 2008 | Ο ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει για πρώτη φορά σε εκλογές τον Μάρτιο του 2004, καταγράφοντας μικρή ενίσχυση από το προηγούμενο εκλογικό ποσοστό του ΣΥΝ (3,26%, 6 βουλευτές – 242 χιλ. ψηφοφόροι). Τον Δεκέμβριο του 2004, το 4ο Συνέδριο επικυρώνει την κατεύθυνση ενίσχυσης της προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ και εκλέγει Πρόεδρο του ΣΥΝ τον Αλέκο Αλαβάνο,[11] μετά την απόφαση του Ν. Κωνσταντόπουλου να μην είναι εκ νέου υποψήφιος. Το 2006, σε μια επιλογή που αρχικά δίχασε τον ΣΥΝ, επικρατεί η υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα, αντί του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, για τον Δήμο Αθηναίων, που τελικά καταγράφει με την Ανοιχτή Πόλη απρόσμενα θετικό ποσοστό (10,54%). Την ίδια χρονιά, πρωτοστατούντος του ΣΥΡΙΖΑ, διοργανώνεται στην Αθήνα το 4οΕυρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, με την εντυπωσιακής μαζικότητας πορεία στο κέντρο της πρωτεύουσας,[12] ενώ ξεκινούν οι νικηφόρες φοιτητικές κινητοποιήσεις που απέτρεψαν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε αποφασιστικά, επιτυγχάνοντας χάρη στην αγωνιστική και κινηματική στάση του σημαντική αύξηση της απήχησής του, ειδικά στις νεότερες ηλικίες, στις εκλογές του 2007 (5,04%, 14 βουλευτές – 361 χιλ. ψηφοφόροι), υπό την ηγεσία του Αλ. Αλαβάνου.

2008 – 2012 | Η εποχή των Μνημονίων

Τον Φεβρουάριο του 2008, στο 5ο Συνέδριο του ΣΥΝ, μετά από εισήγηση του Αλ. Αλαβάνου, εκλέγεται Πρόεδρος ο Αλέξης Τσίπρας, έναντι του Φώτη Κουβέλη. Η σημαντική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού του ΣΥΝ και η υψηλή δημοφιλία τόσο του νέου όσο και του απερχόμενου Προέδρου, ο οποίος παραιτούμενος φάνηκε να προβαίνει σε μια κίνηση πρωτοφανούς ανιδιοτέλειας,[13] εκτίναξε τη δημοσκοπική απήχηση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ σε διψήφια ποσοστά που πλησίαζαν το 20%. Ωστόσο, η υποστηρικτική στάση κατανόησης και όχι καταδίκης της κοινωνικής έκρηξης τον Δεκέμβριο του 2008 εκ μέρους του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε έντονες δημόσιες διαφοροποιήσεις στελεχών της εσωκομματικής μειοψηφίας του ΣΥΝ (Ανανεωτική Πτέρυγα), που οδήγησαν σε μακρά εσωκομματική κρίση.[14] Τελικά, οι ευρωεκλογές ήρθαν ως απότομη προσγείωση (Ιούνιος 2009, 4,7%, 1 ευρωβουλευτής – 241 χιλ. ψηφοφόροι), ενώ οι εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, πραγματοποιήθηκαν σε οριακές συνθήκες για την πολιτική συμμαχία[15], καθώς το αποτέλεσμα πιστοποίησε τη συρρίκνωση της εκλογικής απήχησής της (Οκτώβριος 2009, 4,6%, 13 βουλευτές – 316 χιλ. ψηφοφόροι). Στο 6ο Συνέδριο (Ιούνιος 2010), μάλιστα, επισημοποιήθηκε η προαναγγελθείσα διάσπαση του ΣΥΝ, με την αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας, υπό τον Φ. Κουβέλη, και την ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ).[16] Όμως, υπό το βάρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου επισημοποίησε τη χρεοκοπία της χώρας, εγκαινιάζοντας από το Καστελόριζο την περίοδο των Μνημονίων (Απρίλιος 2010), προκαλώντας νέες κοινωνικές εντάσεις και αναζωπύρωση των κινηματικών αντιδράσεων, με τα μεγαλειώδη αντιμνημονιακά συλλαλητήρια να αποτελούν στην πράξη το πεδίο κινηματικής ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεσία του Αλ. Τσίπρα.[17]

2012 – 2015 | Αξιωματική Αντιπολίτευση

Με το μνημονιακό μπλοκ να κλυδωνίζεται, η μεταβατική τρικομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ (Νοέμβριος 2011), υπό τον Λουκά Παπαδήμο, υπερψηφίζει το 2ο Μνημόνιο (Μάρτιος 2012), αλλά οδηγείται σε αδιέξοδο, αδυνατώντας να εφαρμόσει την ακραία πολιτική λιτότητας, υπό το βάρος των κοινωνικών αντιδράσεων, παρά τον αυταρχισμό και την καταστολή με τα οποία το επιχείρησε. Ο Αλ. Τσίπρας μιλά πλέον ευθέως για «Κυβέρνηση της Αριστεράς», υποσχόμενος ρύθμιση του δημόσιου χρέους και διακοπή του ατέρμονου δανεισμού, και καλεί τον κόσμο να στηρίξει μαζικά και αποφασιστικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές τού Μαΐου 2012, ΝΔ (18,85% – 1,19 εκ. ψηφοφόροι) και ΠΑΣΟΚ (13,18% – 534 χιλ. ψηφοφόροι) καταρρέουν και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται για πρώτη φορά αξιωματική αντιπολίτευση, σχεδόν τετραπλασιάζοντας το ποσοστό του σε λιγότερο από 3 χρόνια (16,78%, 52 βουλευτές – 1,06 εκ. ψηφοφόροι). Λόγω αδυναμίας σχηματισμού Κυβέρνησης προκηρύσσονται νέες εκλογές για τον Ιούνιο, τις οποίες, σύμφωνα με τις προβολές των δημοσκοπικών τάσεων ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίσει,[18] όμως παρά τις διακηρύξεις του, διατασικά το κόμμα είναι απροετοίμαστο και φοβάται την πρωτόγνωρη ευθύνη. Έτσι, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή εναντίον του προπαγάνδα, στις εκλογές του Ιουνίου, αν και με αυξημένα ποσοστά (26,89%, 71 βουλευτές – 1,65 εκ. ψήφοι, έναντι 29,66% – 1,82 εκ. ψήφοι της ΝΔ), παραμένει στη θέση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφήνοντας χώρο για σχηματισμό μίας ακόμα μνημονιακής τρικομματικής κυβέρνησης, αυτή τη φορά με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, υπό τον Αντώνη Σαμαρά. Το 2013 ο ΣΥΝ αυτοδιαλύεται (Διαρκές Συνέδριο, Ιούλιος 2013) και πραγματοποιείται το 1ο(ιδρυτικό) Συνέδριο του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, με διακηρυγμένο ιδρυτικό στόχο την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας.[19] Ωστόσο, ως αξιωματική αντιπολίτευση, δεν έκανε τίποτα από όσα προέβλεπε η ιδρυτική διακήρυξή του για να προετοιμαστεί για τη σύγκρουση που εξήγγελλε. Αντίθετα, εντός και εκτός χώρας, το πολιτικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα (Τρόικα – Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) πήραν όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να προετοιμαστούν για την εξουδετέρωσή του, όταν θα αναλάμβανε την Κυβέρνηση. Οι ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά αναδείχθηκε πρώτο κόμμα (26,56%, 6 ευρωβουλευτές – 1,52 εκ. ψηφοφόροι), ήταν η τελική πρόβα πριν την μετάβασή του στις κυβερνητικές θέσεις, καθώς τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Α. Σαμαράς προκηρύσσει πρόωρες εκλογές, αδυνατώντας και αυτός να εφαρμόσει το 2ο Μνημόνιο.

2015 – 2019 | «Πρώτη φορά Αριστερά»

Στις 25 Ιανουαρίου του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές (36,34%, 149 βουλευτές – 2,25 εκ. ψηφοφόροι) και σχηματίζει κυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, του Πάνου Καμμένου.[20]Ένα πεντάμηνο διαπραγματεύσεων, εκβιασμών και απειλών με τους «Θεσμούς» οδηγεί σε αδιέξοδο, καθώς οι απαιτήσεις των «εταίρων» της χώρας ήταν σε απόλυτη αντίθεση με ό,τι διακήρυττε ο ΣΥΡΖΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια, με την εκλογική εντολή που έλαβε από τον ελληνικό λαό και με τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα που έλαβαν την ψήφο εμπιστοσύνης τής Βουλής. Ωστόσο, παρά την πρωτοφανή κοινωνική αποδοχή τόσο της Κυβέρνησης όσο και του Αλ. Τσίπρα κατά το πρώτο διάστημα των διαπραγματεύσεων (δημοσκοπική απήχηση ΣΥΡΙΖΑ 48%-52%, δημοφιλία Αλ. Τσίπρα άνω του 80%), η ανύπαρκτη προετοιμασία για την προαναγγελθείσα σύγκρουση και η απουσία σχεδίου απεγκλωβισμού της χώρας από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, οδήγησαν στην αυτομόληση της Κυβέρνησης και του κόμματος στο μνημονιακό στρατόπεδο. Ο Αλ. Τσίπρας προκηρύσσει δημοψήφισμα για την αποδοχή ή απόρριψη της πρότασης – τελεσίγραφο της Τρόικας, εισηγούμενος την απόρριψή του, εικάζοντας πως το αποτέλεσμα θα του επιτρέψει να συμβιβαστεί με τους δανειστές, μη έχοντας αντιληφθεί την αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού να μην υποκύψει στον εκβιασμό. Παρά τη συντονισμένη ομοβροντία τού παγκόσμιου πολιτικού και μηντιακού συστήματος που απειλούσε τη χώρα με έξοδο από την ευρωζώνη και βιβλική καταστροφή σε περίπτωση απόρριψης του εκβιασμού, το ΟΧΙ (61,31% – 3,56 εκ. ψηφοφόροι) τής 5ης Ιουλίου 2015 δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Παραβιάζοντας την κοινή λογική, τις διαχρονικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ, τις συνεδριακές αποφάσεις, τις προεκλογικές εξαγγελίες και τις προγραμματικές δηλώσεις τής Κυβέρνησης, ο Αλ. Τσίπρας ανατρέπει το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος και υπερψηφίζει το 3ο Μνημόνιο (14 Αυγούστου 2015), μαζί με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και Ανεξάρτητους Έλληνες, οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές και τον ΣΥΡΙΖΑ σε διάσπαση, καθώς το 1/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (44 από τους 149) δεν ψήφισε το Μνημόνιο (32 κατά, 11 παρών, 1 απών) και περισσότερα από το 50% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής αποχώρησαν από το κόμμα. Στελέχη που αποχώρησαν μετά τη διάσπαση δημιούργησαν την επόμενη περίοδο τη Λαϊκή Ενότητα – ΛΑΕ (2015), την Πλεύση Ελευθερίας (2016) και το Μέτωπο Ευρωπαϊκής Ρεαλιστικής Ανυπακοής – ΜέΡΑ25 (2018).[21] Στις εκλογές που ακολούθησαν, τον Σεπτέμβριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ξανασχηματίζει κυβέρνηση (35,46%, 145 βουλευτές – 1,93 εκ. ψηφοφόροι) με τους ΑΝΕΛ, παρότι χάνει περίπου 320 χιλ. ψηφοφόρους σε σχέση με τον Ιανουάριο.[22] Κατά τα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε την κεντροδεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική που υπαγόρευε το Μνημόνιο (υπερταμείο, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, χρηματιστήριο ενέργειας, πώληση κόκκινων δανείων σε funds, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, κατάργηση ΕΚΑΣ, επέκταση συμμαχίας με Ισραήλ και ΗΠΑ κοκ.), ενώ οι -εντός δυτικού αστικού φιλελεύθερου πλαισίου- θετικές παρεμβάσεις του (υγεία, αναγνώριση Βόρειας Μακεδονίας, σύμφωνο συμβίωσης ζευγαριών ανεξαρτήτως φύλου), όπως ήταν φυσικό, δεν αρκούσαν για να διατηρήσουν τη λαϊκή υποστήριξη. Τον Αύγουστο του 2018, μάλιστα, πανηγύρισε ως «έξοδο από τα Μνημόνια» τη νομοθέτηση της παγίωσής τους (λιτότητα και πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς διαγραφή χρέους) μέχρι το 2060, με συνέπεια στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 να υποστεί σαρωτική ήττα με 10 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά (23,75%, 6 ευρωβουλευτές – 1,34 εκ. ψηφοφόροι, έναντι 33,12%, 8 ευρωβουλευτών – 1,87 εκ. ψηφοφόρων της ΝΔ). Υπό το βάρος της ήττας, ο Αλ. Τσίπρας προκηρύσσει πρόωρες εκλογές για τον Ιούλιο, όπου χάνει με 8,5 μονάδες διαφορά (31,53%, 86 βουλευτές – 1,78 εκ. ψηφοφόροι) από τη ΝΔ που επιτυγχάνει ολική επαναφορά (39,85%, 158 βουλευτές – 2,25 εκ. ψηφοφόροι), με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της χώρας.[23]

2019 – 2023 | Τέλος εποχής

Απέναντι στην εκδικητική και ανεξέλεγκτη Κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση ψήφισε τα 2/3 των νομοθετικών πρωτοβουλιών της ΝΔ, καθώς πέρα από τα μνημονιακά μέτρα στα οποία είχε έτσι κι αλλιώς δεσμευθεί, στήριξε την ολιγαρχία (παραχώρηση Ελληνικού στη Lamda Development, Σκουριών στην El Dorado Gold, ναυπηγείων στην ΟΝΕΧ κλπ) και την πρόσδεση της χώρας στους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς και πλειοδότησε στην πατριδοκαπηλία και τον εθνικισμό (αγορά νέων Rafale, φράχτης στον Έβρο, “Τουρκοαιγαίο”). Μάλιστα, κατά την πανδημία του Covid-19, και ενώ η Κυβέρνηση αξιοποιούσε κυνικά την καραντίνα για να προχωρά ακάθεκτη το αντικοινωνικό νομοθετικό έργο της, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούσαν τον εφησυχασμό ότι «Θα λογαριαστούμε μετά!». Έτσι, ο λογαριασμός ήρθε το 2023· αρχικά, στις εκλογές τού Μαΐου, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ καταποντίζεται (20,07%, 71 βουλευτές – 1,18 εκ. ψηφοφόροι), ενώ η ΝΔ αυξάνει ψήφους και ποσοστό (40,79%, 146 – 2,41 εκ. ψηφοφόροι), αλλά λόγω της απλής αναλογικής δεν σχηματίζει κυβέρνηση, και στη συνέχεια, στις εκλογές του Ιουνίου, όπου γνωρίζει πανωλεθρία με διαφορά σχεδόν 23 ποσοστιαίων μονάδων (ΝΔ 40,56%, 158 βουλευτές – 2,12 εκ. ψηφοφόροι), πέφτοντας κάτω από το 1 εκ. ψήφων για πρώτη φορά από το 2012 (17,83%, 47 βουλευτές – 930 χιλ. ψηφοφόροι).[24] Μετά την εκλογική συντριβή, ο Αλ. Τσίπρας παραιτείται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δρομολογώντας την εκλογή νέου Προέδρου, στην οποία, σύμφωνα με την καταστατική πρόβλεψη που ο ίδιος εισήγαγε,[25] μπορούσε να ψηφίσει κάθε ενδιαφερόμενος, πληρώνοντας 2 ευρώ, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, νικητής αναδείχθηκε ο Στέφανος Κασσελάκης, ένας άγνωστος μέχρι τότε απόδημος εξ Αμερικής,[26] που αυτοπαρουσιάστηκε στην κούρσα εκλογής προέδρου ως «αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, που έγινε εφοπλιστής παίρνοντας δάνειο με προσωπική εγγύηση» (και επικράτησε ως ένας γοητευτικός TEDx περφόρμερ), ενώ στελέχη που διεκδίκησαν την ηγεσία απέναντί του, καθώς και πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβερνητικής περιόδου, μη αποδεχόμενα τον νέο πρόεδρο, αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και δημιούργησαν τη «Νέα Αριστερά»,[27] αποσπώντας από την ήδη συρρικνωμένη Κοινοβουλευτική Ομάδα του 11 έδρες, αφήνοντάς τον με 36, και σηματοδοτώντας το τέλος εποχής ενός τριακονταετούς κύκλου.

ΣΥΝ & ΣΥΡΙΖΑ: 30 χρόνια κόμμα – μη κόμμα

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως μετεξέλιξη του ΣΥΝ, υπήρξε για ένα σημαντκό διάστημα το βασικό ενωτικό εγχείρημα συλλογικής και οργανωμένης αντίστασης στην καταστροφή που συντελούνταν στη χώρα εδώ και δεκαετίες, με αξιοσημείωτη δικτύωση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέσω του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Υπήρξε ο συλλογικός εκφραστής και υπερασπιστής του ορθού λόγου, από την οπτική των υποτελών και των κινημάτων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ενωτική δράση με όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ (παρά τη σταθερά αρνητική στάση του), επιμένοντας στην «ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα», με απόλυτη ελευθερία έκφρασης άποψης σε όλα τα επίπεδα της κομματικής δομής και βαθιά εμπεδωμένη την ανοχή στη διαφωνία. Ασφαλώς, δεν ήταν το πολιτικό υποκείμενο που θα εγκαθίδρυε «Σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία», όπως διακήρυττε ως στρατηγικό στόχο του, προσπάθησε, όμως, να κάνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς να περιμένει ότι θα εγκαθιδρυθεί από μόνος του. Κατόρθωσε, έτσι, μέχρι ένα όχι αμελητέο σημείο, να ανοίξει χαραμάδες φωτός μέσα στη μνημονιακή μαυρίλα και να δώσει ορατότητα, φωνή και χώρο συλλογικής δράσης σε κινηματικές δυνάμεις. Ωστόσο, όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς να εφαρμόσει έστω και μέρος από το πρόγραμμά του, αλλά τελικά οδήγησε στην παλινόρθωση της ΝΔ και τη νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ, των υπεύθυνων της χρεοκοπίας, και στη μετατροπή τού Κυριάκου Μητσοτάκη σε απόλυτο κυρίαρχο και ξεχωριστό κεφάλαιο στη σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Πέτυχε, επίσης, την εξουδετέρωση των κοινωνικών αντιστάσεων που η ελληνική κοινωνία έχτιζε στα πρώτα χρόνια της κρίσης και τον κατακερματισμό και την περιθωριοποίηση των δυνάμεων της ανυπακοής, ταυτόχρονα με την ξεχωριστή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση εθνικιστικών, φασιστικών και σκοταδιστικών δυνάμεων[28]. Επιπλέον, η αυτομόλησή του στο στρατόπεδο της συναίνεσης, σκόρπισε στην απογοήτευση όλες τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που αναθάρρησαν με την εκλογή του.

Εύκολες δικαιολογίες, του τύπου «χάσαμε επειδή μας πολέμησαν το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και τα ΜΜΕ», υποτιμούν τη νοημοσύνη των ανθρώπων, πρακτική εξορισμού αυτοακυρωτική για τις δυνάμεις τής πολιτικής ανυπακοής,[29] και δεν βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Η άποψη πως ο κόσμος αποδοκίμασε τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επειδή «παραπλανήθηκε» από τα ΜΜΕ δεν είναι ιδιαίτερα πειστική, γιατί ο ίδιος κόσμος αγνόησε την ομοβροντία του παγκόσμιου πολιτικού και μηντιακού συστήματος πριν τον Ιανουάριο του 2015 και, κυρίως, κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος, στηρίζοντάς τον. Το να υποστηρίζει κανείς πως ο κόσμος ήταν “ανόητος” μέχρι το 2015, που έβγαζε ΝΔ & ΠΑΣΟΚ, μετά είχε μια “αναλαμπή εξυπνάδας”, μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 2015, και μετά “ξαναχάζεψε” και έδωσε «41%» στη ΝΔ, είναι προσβλητικό για τον μοναδικό λαό τής Ευρώπης που τα χρόνια της κρίσης πρώτα αναζήτησε τη λύση στην Αριστερά του. Απέναντι σε αυτόν τον λαό αρμόζει μια έντιμη και αυστηρή αυτοκριτική. Το δεκαετές κύμα πολιτικής ανυπακοής, που ξεκίνησε με τις νικηφόρες φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στην αναθεώρηση του Άρθρου 16 το 2006 και είχε ως κεντρικούς σταθμούς τον Δεκέμβρη του 2008, τα πρωτοφανή αντιμνημονιακά συλλαλητήρια του 2010, τις πλατείες του 2011, την κατάρρευση των δύο κραταιών κομμάτων του μεταπολιτευτικού δικομματισμού στις εκλογές του 2012 και κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα, βρήκε πολιτική έκφραση στον ΣΥΡΙΖΑ της ανατροπής και καταπνίγηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ της μνημονιακής συναίνεσης.[30] Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίστηκε πως ήθελε να χειραφετήσει την κοινωνία, ενώ από το 2012 και μετά την καθησύχαζε, καλλιεργώντας τον πιο εξόφθαλμο εκλογικισμό. Ισχυρίστηκε πως ήθελε να τη ριζοσπαστικοποιήσει, ενώ απολάμβανε ναρκισσιστικά την πιο κραυγαλέα ανάθεση. Ισχυρίστηκε πως προετοιμαζόταν για την ιστορική σύγκρουση, αλλά παρουσιάστηκε στο μέτωπο του πιο ακραιφνούς ταξικού πολέμου εξοπλισμένος, απλώς, με ορθολογικά επιχειρήματα και αγαθές προθέσεις. Ισχυρίστηκε πως ήθελε να ανυψώσει το φρόνημα του κόσμου, αλλά το χρησιμοποίησε εργαλειακά με το δημοψήφισμα για να κρύψει τη γύμνια του.[31] Ένα μέρος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τον Αλ. Τσίπρα, έσυρε ένα κόμμα, μία κυβέρνηση και μία χώρα σε μια συμφωνία, που κόμμα, κυβέρνηση και χώρα δήλωναν πως δεν ήθελαν, καθώς δεν τη θεωρούσαν δίκαιη και βιώσιμη, χωρίς καν να ερωτηθεί οποιοδήποτε συλλογικό όργανο του κόμματος ή, έστω, της Κυβέρνησης.[32] Η προφανής αναντιστοιχία λόγων και πράξεων οδήγησε στην απόλυτη διάψευση των προσδοκιών των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στη χώρα και στην απογοήτευση όσων πίστεψαν και κινητοποιήθηκαν από το αρχικά χειραφετητικό πρόταγμά του σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.[33]

Τα ιδεολογικοπολιτικά όρια ενός βαθιά εγγεγραμμένου ρομαντικού φιλοευρωπαϊσμού, που αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πεδίο ταξικής διαπάλης με στόχο την «Ευρώπη των λαών», και οι ανυπέρβλητες οργανωτικές και πολιτικές αδυναμίες τού κομματικού μηχανισμού του, που δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ραγδαίας μετατροπής του από ένα μικρό κόμμα υπεράσπισης πολιτικών θέσεων σε μαζικό κόμμα εξουσίας ήταν οι βασικότεροι, μεταξύ πολλών, παράγοντες της αποτυχίας. Τελικά, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά που ήθελε να διαφοροποιηθεί από την ενσωματωμένη σοσιαλδημοκρατία και τα παραδοσιακά κομμουνιστικά ρεύματα απέτυχε να εικονοποιήσει ένα εναλλακτικό όραμα σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο: ενώ περιγράφει πώς δεν πρέπει να είναι οι κοινωνίες, έχει τεράστια αδυναμία να περιγράψει πώς πρέπει να είναι.[34] Δεν είναι τυχαίο πως ο χώρος αυτός διαχρονικά αποφεύγει να ανοίξει με σοβαρούς όρους το θέμα της οργάνωσής του.

Η προβληματική κομματική λειτουργία του ΣΥΝ, την οποία κληροδότησε στον ΣΥΡΙΖΑ,[35]καταγράφεται με μελανά χρώματα, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη έμφαση, σε όλες ανεξαιρέτως τις συνεδριακές αποφάσεις αυτών των 30 χρόνων, καταλαμβάνοντας σχεδόν πάντα ξεχωριστή, εκτεταμένη ενότητα.[36] Όμως, τις περισσότερες φορές τα κείμενα αρκούνται σε αναγνώριση και περιγραφή των δυσλειτουργιών, ενώ τις λίγες φορές που περιγράφονται συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης προβληματικών φαινομένων, μένουν χωρίς καμία πρόνοια για την εφαρμογή τους ή κάποια διαδικασία ελέγχου και απολογισμού, ως ηθικοπλαστικό ευχολόγιο προς κάποια εξωτερική δύναμη («Το κόμμα οφείλει να λειτουργεί ως κόμμα των μελών του»).[37] Ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησαν περισσότερο ως «συνδετικά κόμματα», συντονίζοντας και συνδιαμορφώνοντας την πολιτική επιμέρους ομάδων, ρευμάτων, κινημάτων και ανένταχτων της Αριστεράς, παρά ως “πρωτοπορία” με ενιαίο και σαφές ιδεολογικοπολιτικό πρόγραμμα και σφιχτή οργανωτική δομή.[38] Στην πράξη, ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκλογικοί μηχανισμοί των διατασικών ισορροπιών, ενώ καμία απόφαση δεν λαμβανόταν πραγματικά εντός των κεντρικών επιτροπών τους, οι οποίες -στις σπάνιες φορές που συγκαλούνταν- ελάχιστα λειτούργησαν ως βουλευόμενα όργανα, αφού κυρίως αποτελούσαν σώματα επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων που προέκυπταν από διαβουλεύσεις και συμφωνίες σε κλειστά γραφεία, μεταξύ των επικεφαλής των τάσεων. Οι έρευνες που πραγματοποιούνταν με ευθύνη της Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού στα Συνέδρια του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές, καθώς οι σύνεδροι δήλωναν δυσαρεστημένοι από τη λειτουργία των τάσεων, την αποτελεσματικότητα των οργάνων και τη (μη) συμμετοχή των μελών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.[39] Ο κομματικός μηχανισμός ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες επιχειρησιακής αντίληψης (απουσία οργανογράμματος, ξεκάθαρων ρόλων και αρμοδιοτήτων, χρονοδιαγραμμάτων, διαδικασιών απολογισμού, λογοδοσίας, ελέγχου), με προφανή συνέπεια την αναποτελεσματικότητα.[40] Τα πολυμελή (για να μη μένει κανείς/καμία χωρίς στελεχιακή ιδιότητα) όργανα και επιτροπές χωρίς αποφασιστικό ρόλο απαξιώνονται και τα στελέχη δεν νιώθουν να δεσμεύονται από τις αποφάσεις τους. Όμως, η απαξίωση των οργάνων και των συλλογικών αποφάσεων και η αγνόηση των καταστατικών προβλέψεων ευνοούν τον παραγοντισμό, τον φραξιονισμό και τη διαπάλη για την εσωκομματική εξουσία, ενώ η προσχηματική επίκληση της εσωκομματικής δημοκρατίας και της συλλογικής λειτουργίας αφήνει ελεύθερο το πεδίο για τη διαμόρφωση παραμηχανισμών και παράκεντρων λήψης αποφάσεων.

Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, από εργαλείο μαζικής επιρροής και αγώνα για συλλογική διαμόρφωση συνειδήσεων, ανατροπή κατεστημένων νοοτροπιών, ιδεολογική μετατόπιση της κοινωνίας και αλλαγή συσχετισμών, σε κόμμα καρτέλ,[41] ένα αρχηγοκεντρικό άθροισμα παραγόντων διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, αποκομμένο από την αναζωογονητική δύναμη των λαϊκών κινημάτων και διεκδικήσεων, κατέστησε την ενσωμάτωσή του αυτοεκπληρούμενη προφητεία.[42] Η αντιπολιτική καθυπόταξη στην κυβερνητική εναλλαγή αποτελεί το επιστέγασμα της αυτοϋπονομευτικής πορείας από τις πλατείες και το Δημοψήφισμα μέχρι την περίφημη «βίαιη ωρίμανση», τη δεξιά ριζοσπαστικοποίηση, που ταύτισε την Αριστερά με τον πάση θυσία κυβερνητισμό.[43] Ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών, ίσως αυτό που πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ να ήταν το καλύτερο που μπορούσε στη συγκυρία: επανέφερε, αρχικά, την πολιτική στο προσκήνιο πολιτικοποιώντας ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, δημιούργησε ρωγμές και τριγμούς στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό μόρφωμα, ευαισθητοποίησε την παγκόσμια κοινή γνώμη ξεσηκώνοντας –ειδικά την περίοδο του δημοψηφίσματος– πρωτόγνωρες διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η ίδια η διαδικασία του δημοψηφίσματος, ανεξάρτητα από το πώς χειρίστηκε εκ των υστέρων το αποτέλεσμά του η κυβέρνηση, αποτέλεσε νίκη της πολιτικής και σημαντική παρακαταθήκη που έχει εγγράψει το σκληρά ταξικό «ΟΧΙ» στο συλλογικό συνειδητό του ελληνικού λαού και στην Ιστορία τής χώρας.[44]

Από το «Αμάν, τι πάθαμε!» στο «Ας δούμε τι μάθαμε!»

H άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα σημαντικότατο πείραμα που έπρεπε να γίνει, παρά τις ορατές εξαρχής μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας. Η μόνη επιλογή χωρίς ρίσκο, άλλωστε, είναι η εθελοδουλία. Από τη στιγμή που η ηγεσία του είχε αποκλείσει το σενάριο της ρήξης, θα ήταν σίγουρα καλύτερα αν είχε παραδεχθεί ότι δοκίμασε και απέτυχε και αν εργαζόταν για την αξιοποίηση της αποτυχίας ως εμπειρίας για την επόμενη προσπάθεια, αντί να προσπαθεί μέχρι τελικής πτώσεως (κυριολεκτικά) να πείσει ότι πέτυχε. Θα του πιστωνόταν, τότε, καταρχάς ότι δοκίμασε· και ας απέτυχε. Θα του πιστωνόταν, επίσης, ότι πέτυχε να κονιορτοποιήσει αρκετές κραταιές αυταπάτες, αφού έπαθε και έμαθε πως:

  1. Απαιτείται αντιστοίχιση της οργανωτικής δομής τόσο με την ιστορική συγκυρία όσο και με τον τελικό στόχο και ανάδειξη, αντί της υποβάθμισης, του διαπαιδαγωγιτικού ρόλου του κόμματος. Καμία αναδιανεμητική πολιτική υπέρ των υποτελών δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς σοβαρό πολιτικό σχέδιο και κομματική και κοινωνική οργάνωση ικανή να το φέρει σε πέρας, αντί να τρομάξει όταν συνειδητοποιήσει τη σφοδρότητα της σύγκρουσης που προτείνει.
  2. Για να υπάρχει ενότητα απαιτούνται κοινοί σκοποί, αντίληψη και σχέδιο. Ασαφείς διακηρύξεις για την «ελπίδα που έρχεται» δεν αρκούν. Τόσο η ελπίδα, όσο και ο φόβος, αναφέρονται σε κάτι άγνωστο, εξωτερικό από εμάς. Οι δυνάμεις της ανυπακοής οφείλουν να αναφέρονται στη γνώση και τη βούληση και να είναι σε θέση να περιγράψουν, έστω σε αδρές γραμμές, το τι πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή που μιλάμε ώστε να μπορούμε κάποια στιγμή να περάσουμε από την ανάθεση στη συμμετοχή, από τον ατομικισμό στην αλληλεγγύη, από τον κοινωνικό αυτοματισμό στην κοινωνική χειραφέτηση. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι σε θέση να περιγράψουν, έστω σε επίπεδο οράματος, το πώς θα είναι η ζωή των ανθρώπων τότε, ώστε να τους πείσουν ότι αξίζει τον κόπο να εργαστούν και να αγωνιστούν γι’ αυτό.[45]
  3. Η μετατόπιση προς κεντρώες, “πιο υπεύθυνες”, συναινετικότερες θέσεις δεν μπορεί να αυξήσει την απήχηση ενός ριζοσπαστικού προτάγματος. Η ζωή απέδειξε πως όσο υποχωρούσε το ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό περιεχόμενο του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο υποχωρούσαν τα ποσοστά του.[46] Η αφομοίωση της αντίληψης του “πολιτικού ρεαλισμού” και του “μικρότερου κακού” το αναπαράγει, αντί να προετοιμάζει τη σύγκρουση μαζί του, αφού αν μπορούμε να επιλέξουμε ακόμα και αυτό η σύγκρουση δεν θα είναι ποτέ απαραίτητη, ανοίγοντας έτσι σχεδόν νομοτελειακά τον δρόμο για το μεγαλύτερο κακό, το οποίο δεν θα είμαστε τελικά ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσουμε.
  4. Προσωποκεντρικά σχήματα, χωρίς σαφή συνεννόηση ως προς τον τελικό στόχο, που συγκροτούνται βολονταριστικά, μπερδεύουν την επιθυμία με την πραγματικότητα και εξωραΐζουν την οργανωτική αδυναμία τους με ανέξοδες αναφορές σε συλλογικές διαδικασίες και εσωκομματικής δημοκρατίας, που όλοι γνωρίζουν ότι δεν ισχύουν, νομίζουν ότι τρέχουν μαραθώνιο, ενώ στην πραγματικότητα κυνηγάνε την ουρά τους.
  5. Πολυπληθή συλλογικά όργανα (π.χ. κεντρικές επιτροπές με τριψήφιο αριθμό μελών, όταν η εθνική αντιπροσωπεία στη Βουλή είναι 300 άτομα για ±8,5 εκ. ψηφοφόρων και η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ Κίνας 205 άτομα για ±90 εκ. μέλη) με δυνατότητα μίας ±7λεπτης ομιλίας για τα μέλη της, χωρίς ως επί το πλείστον δυνατότητα δευτερολογίας, είναι αδύνατον να είναι πραγματικά βουλευόμενα όργανα.
  6. Συνέδρια με χιλιάδες συνέδρους, που αν είναι τυχεροί και κληρωθούν για να μιλήσουν, έχουν στη διάθεσή τους ±10 λεπτά για να τοποθετηθούν για το σύνολο των θεμάτων του συνεδρίου (εκτός αν πρόκειται για πρωτοκλασάτα στελέχη, οπότε η πιθανότητα να κληρωθούν γίνεται σχεδόν βεβαιότητα και ο χρόνος της ομιλίας κυλά πιο αργά), είναι αδύνατον να είναι πραγματικά βουλευόμενα συνέδρια. Η αντιμετώπιση των συνέδρων ως χειροκροτητών, μόνο κατ’ ευφημισμό έχει σχέση με αποφασιστική συμμετοχή των μελών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
  7. Απευθείας εκλογή Προέδρου δήθεν αδιαμεσολάβητα από τον «λαό», αρκεί ο λαός να διαθέσει δύο ευρώ, που διδάσκει ότι η ύψιστη ιδιότητα του μέλους είναι να επιλέγει τον “εκλεκτό”, δεν έχει καμία σχέση με κόμμα των μελών. Τα χειραφετητικά σχέδια δεν αναζητούν αδιαμεσολάβητους αρχηγούς, αλλά συλλογικές ηγεσίες, που διαβουλεύονται, συναποφασίζουν, υλοποιούν και λογοδοτούν, χωρίς τη δυνατότητα να αυθαιρετούν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αφομοίωσε και εμπέδωσε στο εσωτερικό του την πρωθυπουργοκεντική αντίληψης της Μεταπολίτευσης (ανεξέλεγκτος/η Πρωθυπουργός), ακολουθώντας την τάση των κομμάτων να προσαρμόζονται στη διάρθρωση της κρατικής δομής που επιδιώκουν να διαχειριστούν, επικυρώνοντας την ενσωμάτωσή του. Οι αποδεκατισμένες δυνάμεις τής πολιτικής ανυπακοής για να ανασυγκροτηθούν θα χρειαστεί να θέσουν με σοβαρούς όρους το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της αναδιανομής πλούτου και να αναζητήσουν νέες οργανωτικές δομές, που να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε σκληρά συγκρουσιακές και πολεμικές συνθήκες, όπως αυτές που ήδη διανύουμε και αυτές που ακολουθούν. Οι δυνάμεις που εγκλωβίζονται αποκλειστικά στον εκλογικό ανταγωνισμό, επειδή αυτό ξέρουν να κάνουν, δύσκολα θα αντέξουν τη σύγκρουση που ευαγγελίζονται, όσο και αν επιθυμούν να προσφέρουν στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Το βασικό πρόταγμα της περιόδου είναι μια νέα μορφή συλλογικής οργάνωσης. Θα χρειαστεί να κουβεντιάσουμε πολύ πρώτα. Αλλά αξίζει! Και αυτή η στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία.

 

[1] Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και την αποχώρηση από τη συμμαχία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, το εναπομείναν σχήμα διατήρησε τον τίτλο. Το 2003 μετονομάστηκε σε Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας.

[2] Για την ιστορική διαδρομή του ΣΥΝ, βλ. Γιάννης Μπαλάφας, 20 χρόνια χρειάστηκαν. Το χρονικό του εγχειρήματος του Συνασπισμού, Νήσος, Αθήνα 2012.

[3] Παρακολούθησα από κοντά αυτή την εξέλιξη, καθώς ήμουν μέλος του ΣΥΝ από το 1993 και μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής, υπεύθυνος Επικοινωνίας και Καμπανιών, από το 2008 μέχρι το 2013, όταν ο ΣΥΝ αυτοδιαλύθηκε. Υπήρξα, επίσης, ιδρυτικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, συντονιστής της Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού της ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ, από το ιδρυτικό συνέδριο του 2013 μέχρι την αποχώρηση από το κόμμα το 2015.

[4] Για όσα οδήγησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ και την αποχώρησή του από τον ενιαίο ΣΥΝ, βλ. Κωνσταντίνος Ζαγάρας, Η κατάρρευση του «υπαρκτού» και η διάσπαση του ΚΚΕ. Η κομβική στιγμή του 1991, Θεμέλιο, Αθήνα 2019.

[5] Στον α΄ γύρο υποψήφιοι ήταν οι Αλ. Αλαβάνος, Ν. Κωνσταντόπουλος, Φ. Κουβέλης και Μ. Παπαγιαννάκης. Πρώτος αναδείχθηκε με σημαντική διαφορά ο Αλ. Αλαβάνος και δεύτερος ο Ν. Κωνσταντόπουλος, ο οποίος ανέτρεψε τη διαφορά στον β’ γύρο, έχοντας την υποστήριξη των δύο άλλων υποψηφίων.

[6] Για μια αναλυτική παρουσίαση του συγκεκριμένου ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος, βλ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Πόλις, Αθήνα 2015.

[7] Η ΕΑΝ υπήρξε προπομπός της νεολαίας Συνασπισμού, ενώ στους φοιτητικούς συλλόγους τα μέλη της δραστηριοποιούνταν στο Δίκτυο Αυτόνομων Ριζοσπαστικών Αριστερών Σχημάτων (ΔΑΡΑΣ).

[8] Το Διαρκές Συνέδριο του Συνασπισμού για την αποτίμηση της συνθήκης του Αμστερνταμ ενέκρινε τη συνθετική πρόταση που διατύπωσε ο Ν. Κωνσταντόπουλος, να τοποθετηθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΝ με την στάση “παρών”, έναντι του “όχι”, που αρχικά πλειοψήφησε, και του “κριτικού ναι”.

[9] Βλ. Απόφαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου για το Μάαστριχτ.

[10] Με τη συμμετοχή οργανώσεων όπως η Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά (ΑΚΟΑ), η Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ), η Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (ΚΕΔΑ), οι Ενεργοί Πολίτες, η Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας (ΚΟΕ), το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ), στελέχη της Β’ Πανελλαδικής και πλήθος ανένταχτων αγωνιστών και αγωνιστριών.

[11] Ο Αλ. Αλαβάνος επικράτησε μεταξύ των Μιχάλη Παπαγιαννάκη και Χριστόφορου Παπαδόπουλου από τον α’ γύρο.

[12] «Όχι» στον πόλεμο φώναξε ένα πολύχρωμο μεγάλο ποτάμι διαδηλωτών από την Αθήνα (in.gr, αναδημοσίευση από Athens indymedia).

[13] Σε αντιδιαστολή με το πολεμικό κλίμα που επικράτησε ελάχιστους μήνες νωρίτερα στο ΠΑΣΟΚ, κατά την αναμέτρηση του Γιώργου Παπανδρέου με τον Βαγγέλη Βενιζέλο.

[14] Λόγω της εσωκομματικής αντιπαράθεσης, το εσωτερικό δημοψήφισμα για τη συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου μετατράπηκε σε πεδίο έντονου διατασικού ανταγωνισμού, επισκιάστηκε η προγραμματική συμβολή του ΣΥΝ (Διαρκές Συνέδριο, 2009) στο υπό διαμόρφωση πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και προκλήθηκε ρήξη στη σχέση Τσίπρα – Αλαβάνου. Η ρήξη οριστικοποιήθηκε με την επιλογή τού Αλέξη Μητρόπουλου ως υποψήφιου Περιφερειάρχη Αττικής (Οκτώβριος 2010), στο πλαίσιο του ανοίγματος προς τον κόσμο που διαχώρισε τη θέση του από το ΠΑΣΟΚ με το 1ο Μνημόνιο, όταν ο Αλ. Αλαβάνος κατέβηκε ως ανεξάρτητος υποψήφιος περιφερειάρχης, με έναν συνδυασμό που υπήρξε προπομπός του κόμματος «Σχέδιο Β’», που ίδρυσε ο ίδιος το 2013. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αλ. Μητρόπουλος, ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και Αντιπρόεδρος της Βουλής, το καλοκαίρι του 2015 δεν υπερψήφισε το 3ο Μνημόνιο, δηλώνοντας «Παρών», και αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ.

[15] Οι συνιστώσες αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρίας του ΣΥΝ, και το σχήμα οδηγήθηκε σε εκλογική κάθοδο με 11 επικεφαλής, έναν από κάθε συνιστώσα, αντί της ιδρυτικής συμφωνίας που θεωρούσε επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τον εκάστοτε Πρόεδρο του ΣΥΝ. Για την εσωκομματική κατάσταση της περιόδου, βλ. Αλ. Μπίστης, “Ή στραβός είνʼ ο γιαλός ή στραβός είνʼ ο γιαλός…”, Η ΑΥΓΗ, 30/1/2010.

[16] Η Ανανεωτική Πτέρυγα διαφώνησε με την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης του ΣΥΝ στον ΣΥΡΙΖΑ και τη μετεξέλιξη της συμμαχίας σε ενιαίο κόμμα, εκτιμώντας πως οι απόψεις της θα περιθωριοποιούνταν στο νέο σχήμα.

[17] Ο ΣΥΝ, αν και θεωρητικά μετά τη διάσπαση έγινε πιο ομοιογενής, φρόντισε γρήγορα να αναδιατάξει τους εσωκομματικούς συσχετισμούς του διαμορφώνοντας εκ νέου μια σχέση πλειοψηφίας – μειοψηφίας 70% – 30%, περίπου με την ίδια αναλογία που υπήρχε πριν την αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας, καθώς η πρώην ενιαία πλειοψηφική τάση του (Αριστερή Ενότητα) διασπάστηκε, με πρωτοβουλία των στελεχών που προέρχονταν από το Αριστερό Ρεύμα (Π. Λαφαζάνης, Δ. Στρατούλης, Ν. Χουντής κ.α.), δημιουργώντας την Αριστερή Πλατφόρμα. Σημειώνεται ότι αντίστοιχος συσχετισμός, περίπου 70%-30%, διαμορφώθηκε και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, στο ιδρυτικό συνέδριό του, το 2013.

[18] Βλ. Γιάννης Μαυρής, Γιώργος Συμεωνίδης, Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη των εκλογών στην Ελλάδα 2004 – 2015, Public Issue, Αθήνα 2016, σελ. 190-192.

[19] Βλ. υλικά και αποφάσεις 1ου (ιδρυτικού) Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.

[20] Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες (ΑΝΕΛ) ήταν νεοπαγές προσωποκεντρικό κόμμα της Λαϊκής Δεξιάς, που ίδρυσε το 2012 ο Πάνος Καμμένος, μέχρι τότε βουλευτής της ΝΔ, από την οποία αποχώρησε διαφωνώντας με το 2ο Μνημόνιο. Η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ προξένησε μεγάλη εντύπωση και συζητήσεις, εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αφ’ ενός δεν είχε συζητηθεί σε κάποιο συλλογικό όργανο, αφ’ ετέρου επρόκειτο για κόμμα από διαφορετικό πολιτικό στρατόπεδο. Ωστόσο, η κεντρική κοινωνική διχοτομία τής περιόδου, το Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο, επικράτησε στη δυνατότητα συνεννόησης, καθώς, πλην του ΚΚΕ που ρητά αυτοεξαιρέθηκε, οι υπόλοιπες κοινοβουλευτικές δυνάμεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Το Ποτάμι) ήταν υπέρμαχοι της πολιτικής των Μνημονίων. Οι επιλογές ήταν είτε η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ (που λειτούργησε και ως γέφυρα για επαφή με ακροατήρια στα οποία η Αριστερά δεν είχε πρόσβαση, παρότι υπερασπίζεται τα ταξικά συμφέροντά τους), είτε η προσφυγή σε νέες εκλογές.

[21] Επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας αρχικά ήταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, της Πλεύσης Ελευθερίας η Ζωή Κωνσταντοπούλου και του ΜέΡΑ25 ο Γιάνης Βαρουφάκης.

[22] Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 συμμετείχε το μετωπικό σχήμα «Λαϊκή Ενότητα – ΛΑΕ» (Π. Λαφαζάνης, Μ. Γλέζος, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Δ. Στρατούλης, Ν. Χουντής, Ν. Βαλαβάνη κ.α.), το οποίο στήριξαν και οι Γ. Βαρουφάκης, Αλ. Αλαβάνος και άλλοι, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (2,86% – 155 χιλ. ψηφοφόροι).

[23] Στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 συμμετέχουν για πρώτη φορά το ΜέΡΑ25, που αποτυγχάνει να εκπροσωπηθεί στο ευρωκοινοβούλιο για μόλις 49 ψήφους (2,99% – 170 χιλ. ψηφοφόροι) και η Πλεύση Ελευθερίας (1,61% – 91 χιλ. ψηφοφόροι), ενώ η ΛΑΕ καταποντίζεται (0,56% – 32 χιλ. ψηφοφόροι). Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου, δύο μήνες αργότερα, το ΜέΡΑ25 επιτυγχάνει να εκπροσωπηθεί στο κοινοβούλιο (3,44%, 9 βουλευτές – 195 χιλ. ψηφοφόροι), ενώ η Πλεύση Ελευθερίας όχι (1,47% – 83 χιλ. ψηφοφόροι) και η ΛΑΕ εξαϋλώνεται (0,28% – 16 χιλ. ψηφοφόροι).

[24] Στις εκλογές αυτές το ΜέΡΑ25 συμμετείχε σε εκλογικό μέτωπο (Συμμαχία για τη Ρήξη) με τη ΛΑΕ και άλλες μικρότερες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά έμεινε εκτός κοινοβουλίου (Μάιος: 2,63% – 155 χιλ. ψηφοφόροι, Ιούνιος: 2,5% – 130 χιλ. ψηφοφόροι), αντίθετα, η Πλεύση Ελευθερίας, στις εκλογές του Ιουνίου πέτυχε την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή της (3,17%, 8 βουλευτές – 166 χιλ., έναντι 2,89% – 170 χιλ. ψηφοφόροι τον Μάιο).

[25] «Για άλλη μια φορά στην ιστορία του κινήματος, η επίθεση ενάντια στη δομημένη δημοκρατική λειτουργία δεν έκρυβε μια κάποια “αμεσοδημοκρατική” πρόθεση, αλλά τη διεκδίκηση μιας ανεξέλεγκτης εξουσίας», Αντώνη Νταβανέλος, “Πώς φτάσαμε ως εδώ;”, στο Χρ. Λάσκος και Δ. Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος (επ.), 2015-2019: Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η Αριστερά;, ιδίως σελ. 412 – 413, Τόπος, Αθήνα 2020.

[26] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Από το Δημοψήφισμα στον Κασσελάκη”, The Press Project, 27/9/2023.

[27] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Νέμεση διά της ατίμωσης”, H Εφημερίδα των Συντακτών, 1/3/2024.

[28] «Το δεδομένο αδιέξοδο των μνημονιακών πολιτικών, όπως το περιγράφουν οι προεκλογικές αναλύσεις του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, τα υφεσιακά και ταξικά άδικα μέτρα, θα εξαθλιώσουν μέχρις εξόντωσης τον ήδη χειμαζόμενο ελληνικό λαό, ο οποίος θα περικυκλώνεται από τις σειρήνες άλλων, αντιδραστικών πιθανότατα, διεξόδων», σημείωνα στη Δήλωση παραίτησης από την ΚΕ & αποχώρησής μου από τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την υπερψήφιση του 3ου Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2015.

[29] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Κατακερματισμένες ταυτότητες”, Jacobin Greece, 1/6/2023.

[30] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Η αλήθεια για την «αλήθεια για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015» (Μια οφειλόμενη απάντηση)”, The Press Project (27/7/2022).

[31] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Και η Αριστερά, κύριε;”, H Εφημερίδα των Συντακτών, 18/11/2015.

[32] Τον Ιούλιο του 2015, 109 μέλη (από τα 201, ποσοστό 54,2%) της Κεντρικής Επιτροπής δηλώσαμε δημόσια τη διαφωνία μας με το σχέδιο της προτεινόμενης Συμφωνίας, που έμελλε να ψηφιστεί ως το 3οΜνημόνιο, και ζητήσαμε την άμεση σύγκληση του οργάνου και την καταψήφισή της. Το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 2015 δεν υπήρχε όργανο που να μπορεί να ελέγξει τον Αλ. Τσίπρα, του επέτρεψε να αγνοήσει τη βούληση της πλειοψηφίας των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, αρνούμενος να θέσει τη Συμφωνία σε ψηφοφορία και οδηγώντας στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Παράρτημα 2, στο Αλ. Μπίστης, “Νέμεση διά της ατίμωσης”, ο.π.

[33] Η πληρέστερη, μέχρι στιγμής, δημόσια και αδιάψευστη καταγραφή για τα γεγονότα τής περιόδου, είναι το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, Ανίκητοι Ηττημένοι – Για μια Ελληνική Άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες, Πατάκης 2017. Επιπλέον ενδεικτικές καταγραφές αποτίμησης της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ: Δημήτρης Μπελαντής, “Αποτυχία του πειράματος ΣΥΡΙΖΑ ή αποτυχία της Αριστεράς;”. περιοδικόΤΕΤΡΑΔΙΑ, τεύχος 66-67, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2016-2017, σελ. 143-152, Κώστας Ελευθερίου, “H ΕλληνικήΡιζοσπαστική Αριστερά και η Κρίση (2010 – 2015): Όψεις μιας μεγάλης ανατροπής”, Σύγχρονα Θέματα τ. 130-131, σελ. 61-73, Andreas Karitzis, The European Left in Times of Crisis: Lessons from Greece, Amsterdam, Quito and Buenos Aires: Transnational Institute (TNI), Instituto de Altos Estudios Nacionales (IAEN), and Consejo Latinoamericano de Ciencias Sociales (CLACSO) 2017, Myrto Tsakatika, “SYRIZA’s Electoral Rise in Greece: Protest, Trust and the Art of Political Manipulation”, South European Society and Politics 2016, Yannis Tsirbas, “The January 2015 parliamentary election in Greece: government change, partial punishment and hesitant stabilization” South European Society and Politics 2015.

[34] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Εκλογές και ιδεολογική ηγεμονία”, Η ΑΥΓΗ, 3/1/2015.

[35] Βλ. ενδεικτικά Κώστας Ελευθερίου, “Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση: Οργανωτική στρατηγική στη σκιά του Συνασπισμού”, στο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Γ. (επ.), ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα εν κινήσει: Από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση, Θεμέλιο, σελ. 142-173, Αθήνα 2019, Γιάννης Μηλιός, “ΣΥΡΙΖΑ 2004-2015: Από την «Ανατροπή» στο Μνημόνιο – 3”, περιοδικό Θέσεις, τεύχος 134, Ιανουάριος – Μάρτιος 2016, ιδίως σελ. 17-21 https://shorturl.at/gmSZ3, Σεραφείμ Σεφεριάδης, Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά. Η πρόκληση της μεθόδου, Τόπος, Αθήνα 2021, σελ. 329-361.

[36] Τα κείμενα των πολιτικών αποφάσεων των συνεδρίων βρίσκονται στο πλήρες αρχείο που υπάρχει στον ιστότοπο του ΣΥΝ.

[37] Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το κείμενο συμβολής της ΚΠΕ στον προσυνεδριακό διάλογο προς το Οργανωτικό – Καταστατικό Συνέδριο του ΣΥΝ (Απρίλιος 2005).

[38] Βλ. Μυρτώ Τσακατίκα, Γιώργος Ξεζωνάκης, Αλ. Μπίστης, “Ανανέωση πολιτικού προσωπικού και μεταϋλιστικές αξίες στον ΣΥΝ”, στο Γιάννης Κωνσταντινίδης, Νίκος Μαραντζίδης, Τάκης Σ. Παππάς (επ.), Κόμματα και Πολιτική στην Ελλάδα. Οι σύγχρονες εξελίξεις, Κριτική, Αθήνα 2009, σελ. 281.

[39] Βλ. Αλ. Μπίστης, Βασίλης Φιλίππου, “Ανάλυση της έρευνας του 5ου συνεδρίου του ΣΥΝ”, Αυγή, 13/7/2008, Αλ. Μπίστης, Β. Φιλίππου, “Για την «επανεκκίνηση» του ΣΥΡΙΖΑ”, Παρουσίαση ευρημάτων της έρευνας του 6ου συνεδρίου του ΣΥΝ, Αυγή, 29/5/2011, και Αλ. Μπίστης, Β. Φιλίππου, “Ανάλυση της έρευνας του 1ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ”, Αυγή, 7/12/2013.

[40] Σε μια από τις πιο αστείες στιγμές, ενδεικτική για το πώς (δεν) λειτουργούσαν στην πραγματικότητα τα όργανα, ήταν όταν η ΚΠΕ του ΣΥΝ αυτοαπαλλάχθηκε διά ψηφοφορίας από την καταστατική υποχρέωσή της να υποβάλλει απολογισμό της δράσης της προς έγκριση στο 6ο Συνέδριο (2010). Βλ. Αλ. Μπίστης, “Εκτός θέματος ή «Ο κύκλος με την κιμωλία»“, Αυγή, 8/5/2010.

[41] Για το κόμμα καρτέλ, βλ. ενδεικτικά Γιάννης Μαυρής, “ΣΥΡΙΖΑ, Κόμμα, Κράτος. Μετά τη Διακυβέρνηση, τι;” και Σεραφείμ Σεφεριάδης, “Κόμματα και κινήματα χωρίς την πολιτική; Το μοντέλο του «κόμματος καρτέλ» υπό το φως της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ”, στο Ν. Σερντεδάκης, Στ. Τομπάζος (επ.), Όψεις της ελληνικής κρίσης. Συγκρουσιακός κύκλος διαμαρτυρίας & θεσμικές εκβάσεις, Gutenberg, Αθήνα 2018.

[42] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση”, H Εφημερίδα των Συντακτών, 2/1/2015.

[43] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Από το Δημοψήφισμα στον Κασσελάκη”, ο.π.

[44] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Ο ΣΥΡΙΖΑ (α)πέτυχε!”, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 5/1/2016.

[45] Βλ. Αλ. Μπίστης, “Ποτέ ξανά Αριστερά…”, The Press Project, 18/5/2019.

[46] Βλ. Γιάννης Μαυρής, “Άνοδος και Πτώση. Η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015”, περιοδικό ΤΕΤΡΑΔΙΑ, τεύχος 66-67, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2016-2017.


Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών