Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει χειραφετημένος

  • 22 Ιανουαρίου 2021 |

Η «Άριστη» κυβέρνηση του ανέμελου Πρωθυπουργού μας, που μπήκε φουριόζα στη νέα χρονιά με διαλεχτή και ανασχηματισμένη εμπροσθοφυλακή, παραμένει μια κακόγουστη αλλά καλοστημένη και αποτελεσματική φάρσα. Προσφέροντας βορά στο πόπολο τους γελωτοποιούς υπουργούς της, οι «ιδιοκτήτες της χώρας» ολοκληρώνουν το μεγάλο πλιάτσικο, επιτιθέμενοι πλέον στον ιδιωτικό πλούτο (μικροϊδιοκτησία, μικροεπιχειρηματικότητα), αφού εξάντλησαν τον δημόσιο, και μας προειδοποιούν: Μην παίρνετε μισθούς, δεν φτάνουν για όλους!

Κυβέρνηση φάρσα

Όποια πτυχή της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας και να παρατηρήσει κάθε νοήμων άνθρωπος, δεν μπορεί παρά να νιώσει σαν τον φουκαρά που πιάνεται στη φάκα κάποιας χοντροκομμένης φάρσας, ελπίζοντας πως, όπου να ‘ναι, θα εμφανιστούν χασκογελώντας οι παραγωγοί αναφωνώντας «Χαμογελάστε, είναι η Κάντιτ Κάμερα!».

Δυστυχώς, όμως, η κραυγαλέα απάτη με την κωδική ονομασία «Κανονικότητα και Αριστεία» που εκτυλίσσεται μπροστά στα αποσβολωμένα μάτια μας δεν έχει τέλος: αναποτελεσματικά, αντιφατικά, αυταρχικά και αυτοϋπονομευόμενα μέτρα, γελοίες παλινωδίες με τα «άνοιξε-κλείσε» σχολείων, υπηρεσιών, μαγαζιών – μιας ολόκληρης κοινωνίας, επαναλαμβανόμενη καταστρατήγηση άρθρων του Συντάγματος, προσλήψεις αστυνομικών αντί γιατρών, πολεμικές και κατασταλτικές δαπάνες αντί υγειονομικών, ψέμα, σκοταδισμός, πατριδοκαπηλία και πλιάτσικο όπου φτάνει το χέρι.

Ασφαλώς, με βάση τον διακηρυγμένο στόχο της να αποφύγει τη 2η καραντίνα, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί ανίκανη και αποτυχημένη. Ωστόσο, μόνο οι υποστηρικτές μιας Κυβέρνησης, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν (ή, έστω, πίστεψαν) τις διακηρύξεις της, έχουν λόγο να την κρίνουν με βάση όσα λέει. Οι αντίπαλοί της, γνωρίζοντας ότι έτσι κι αλλιώς εξυπηρετεί εχθρικά συμφέροντα προς τα δικά τους, δεν έχουν λόγο να την κρίνουν από όσα λέει αλλά από όσα πράττει. Έτσι αποκαλύπτονται οι πραγματικοί στόχοι της και βάσει αυτών η Κυβέρνηση αποδεικνύεται απολύτως ικανή, αποτελεσματική και επιτυχημένη: εντείνει την καταστολή για την πειθάρχηση του κόσμου και εφαρμόζει μια ταξικά στοχευμένη πολιτική, που υπονομεύει τις δημόσιες υποδομές, διαλύει τις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις, τσακίζει τη μεσαία και μικρή επιχειρηματικότητα και ιδιοκτησία και μεγιστοποιεί την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου.

Όσοι/ες δεν συγκινούμαστε από τον ενδοσυστημικό διαγκωνισμό για τη βέλτιστη διαχείριση των συμφερόντων της ολιγαρχίας, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε, επιπλέον, ότι η φαιδρότητα των εκπροσώπων της «Αριστείας» διασφαλίζει, αφ’ ενός, την προσχηματική αντιπαράθεση ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ για το ποιο από τα δύο κόμματα είναι περισσότερο ή λιγότερο ασόβαρο, ανίκανο ή ανακόλουθο και, αφ’ ετέρου, την ασυναρτησία που απαιτείται, προκειμένου να απαξιωθούν οι δημόσιες υποδομές (δημόσια διοίκηση, δομές υγείας, εκπαιδευτικό σύστημα κλπ), ακριβώς τη στιγμή που είναι πιο απαραίτητες: εν μέσω πανδημίας.

Covid-19: Αφού έτυχε, πέτυχε!

Η σκόπιμη και επιβεβαιωμένη παραπληροφόρηση για τον αριθμό των θανάτων από κοροναϊό[1], τα παραπλανητικά, αντιεπιστημονικά και ελλιπή στοιχεία καταγραφής των κρουσμάτων, η εγκληματική εννεάμηνη απραγία μεταξύ πρώτης και δεύτερης καραντίνας, η μακάβρια επιβεβαίωση της αναποτελεσματικότητας των μέτρων κατά της πανδημίας (όχι μόνο στη χώρα μας), η πλήρης αναντιστοιχία τους με τις οδηγίες της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, ο παραλογισμός και οι εξόφθαλμες αντιφάσεις τους[2], η συγκάλυψη της εγκληματικής στάσης της Εκκλησίας και η μόνιμη επωδός «περί ατομικής ευθύνης», οδηγούν στη διάρρηξη της εμπιστοσύνης  προς τις αρχές και τους επιστήμονες και στην απαξίωση ακόμα και των εύλογων μέτρων που εξαγγέλλουν.

Οι ανυπολόγιστες επιπτώσεις του παρατεταμένου γενικού lockdown στη ζωή των ανθρώπων και στην οικονομία, όμως, ουδόλως απασχολούν την κυβέρνηση που βρήκε τέλειο άλλοθι για την πλήρη αναίρεση των προγραμματικών δεσμεύσεών της και ευκαιρία για την επιβολή νέων αντικοινωνικών μέτρων που ο νεοφιλελευθερισμός επί χρόνια προσπαθεί αλλά μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει να επιβάλει: με αρχή τον νέο πτωχευτικό κώδικα (που απελευθερώνει τους μαζικούς πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, κατάσχει τη λαϊκή μικροϊδιοκτησία και κάνει αρνητική αναδιανομή πλούτου) και με άμεση συνέχεια τον επερχόμενο νόμο για τα εργασιακά (που για πρώτη φορά καταργεί επισήμως το 8ωρο, θεσμοθετεί τις απλήρωτες υπερωρίες και επιχειρεί να καταργήσει τον συνδικαλισμό) και τα πορίσματα της «επιτροπής Πισσαρίδη», η Κυβέρνηση δεν προσπαθεί καθόλου να κρύψει το σχέδιό της προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου που ελέγχει τη χώρα.

Αυτό το σχέδιο, βέβαια, δεν εκπορεύεται πρωτογενώς από την ελληνική κυβέρνηση. Αποτελεί εφαρμογή ενός πολύ ισχυρότερου κυνικού σχεδιασμού στη Δύση, τον οποίο παραδέχθηκε πρόσφατα η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κρ. Λαγκάρντ, λέγοντας πως: «Μπορούμε να οδηγήσουμε τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας με ασφάλεια στην επόμενη μέρα, χωρίς αχρείαστη ζημιά, και χρησιμοποιώ σκόπιμα τις λέξεις αχρείαστη ζημιά. […] Μπορούμε να προστατεύσουμε τις επιχειρήσεις που θα είναι βιώσιμες μετά την άρση των περιορισμών και τις δουλειές που δεν έχουν λόγο να καταστραφούν. […] Ο κοροναϊός θα προκαλέσει αλλαγές διαρκείας στις οικονομίες, θα προκαλέσει τομεακές και κοινωνικές μετατοπίσεις, εν όψει των οποίων πρέπει να προετοιμαστούμε και να προφυλαχθούμε».[3]

Το πώς ακριβώς σκέφτονται να προφυλαχθούν αποκαλύπτεται αν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα «γιατί παίρνουν μέτρα που καταστρέφουν τις οικονομίες». Ιστορικά ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τις κυκλικές συστημικές κρίσεις με «δημιουργική καταστροφή»: εμπόλεμες συρράξεις, καταστροφή πόρων, κεφαλαίων, υποδομών, πληθυσμών και επανεκκίνηση. Σήμερα τα αντιμαχόμενα κέντρα του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού μοιάζει να έχουν προσαρμόσει τα σχέδιά τους στην αξιοποίηση και απρόβλεπτων παραγόντων (εξού και αποκαλούν την υγειονομική κρίση «πόλεμο ενάντια σε έναν αόρατο εχθρό») προκειμένου να πετύχουν τα ίδια αποτελέσματα (καταστροφή πόρων, κεφαλαίου, πληθυσμών και επανεκκίνηση), και μάλιστα με απώλειες «ζημιογόνων» πληθυσμών (ηλικιωμένοι και ευπαθείς ομάδες) αντί των παραγωγικών ηλικιών που χάνονταν στα εμπόλεμα μέτωπα.

Στην πραγματικότητα, παρά τους ευσεβείς πόθους που διατυπώθηκαν στην αρχή της πανδημίας, η κρίση του κοροναϊού ποτέ δεν απείλησε ουσιαστικά τον νεοφιλελευθερισμό, αφού, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κανένα συγκροτημένο ανταγωνιστικό σχέδιο σε κανένα σημείο του πλανήτη. Σε αντίθεση με την κρίση του 1929 και μέχρι τον Β’ΠΠ, όταν το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ ανάγκασε τον δυτικό κόσμο να κρατήσει ισορροπίες καταφεύγοντας στον κεϋνσιανισμό, σήμερα όχι μόνο δεν υπάρχει αντίβαρο, αλλά ο ανταγωνισμός προς τη Δύση έρχεται από το ακόμα σκληρότερο κινεζικό μοντέλο.

Είναι προφανές πως η αγριότητα των πολιτικών που οι ελίτ της Δύσης επιφυλάσσουν για τους λαούς τους δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς αυταρχικά και κατασταλτικά μοντέλα διακυβέρνησης, που θα περιορίζουν μέχρι κατάργησης όσα οι λαοί της Δύσης μεταπολεμικά είχαν μάθει ως αυτονόητα. Ο φόβος (του κοροναϊού, της τρομοκρατίας κλπ.) είναι απαραίτητο εργαλείο για το πέρασμα από την αστική «κοινοβουλευτική» «δημοκρατία» (και οι δύο όροι εντός εισαγωγικών) στη «Δημοκρατία υπό επιτήρηση», στην κατάχρηση εξουσίας, στην απουσία λογοδοσίας και την επιλεκτική εφαρμογή των νόμων εκ μέρους των κυβερνώντων. Αν οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν αντιδράσουν στις ενδείξεις ολοκληρωτισμού που έχουν ήδη εμφανιστεί στον δυτικό κόσμο, αυτό που επίκειται είναι η βαθύτερη εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού, με αυταρχικά, αδιαφανή καθεστώτα και με πειθήνιους, κατασταλμένους και φτωχοποιημένους πληθυσμούς.

Μην παίρνετε μισθούς, δεν φτάνουν για όλους!

Στη χώρα μας η πρώτη απαγόρευση κυκλοφορίας, την περασμένη άνοιξη, επιβλήθηκε με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο, κάτι που δεν θα συνέβαινε αδιαμαρτύρητα αν τα Μνημόνια δεν μας είχαν εξοικειώσει με αυτόν τον τρόπο διακυβέρνησης. Η δεύτερη απαγόρευση κυκλοφορίας, του φθινοπώρου, επιβλήθηκε απλώς με τηλεοπτικό διάγγελμα, ενώ το σχετικό ΦΕΚ εκδόθηκε την επόμενη μέρα με προγενέστερη (!) ημερομηνία.

Επιπλέον, το τελευταίο διάστημα, μεταξύ τόσων άλλων τραγελαφικών, άρθηκε η ασυλία βουλεύτριας του ΜέΡΑ25 για δήλωσή της από το βήμα του κοινοβουλίου, ενώ εξωθήθηκαν σε παραίτηση από δύο ιστορικές εφημερίδες (Νέα & Βήμα), δύο σημαντικές γυναίκες δημοσιογράφοι, λόγω παρεμβάσεων, πιέσεων και, τελικά, λογοκρισίας, εκπορευόμενης απευθείας από το Μέγαρο Μαξίμου, σύμφωνα με τις καταγγελίες τους. Αν καταργείται στην πράξη η ελευθερία του λόγου σε βουλευτές και η ελευθερία του Τύπου σε δύο συστημικότατες εφημερίδες, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τι θα ακολουθήσει. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το αστυνομικό κράτος που στήνει ο Υπουργός «Προστασίας του πολίτη», εξηγούν το πώς η χώρα διέπρεψε στον πανευρωπαϊκό στίβο των αντιδημοκρατικών και αυταρχικών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας.

Την ίδια ώρα, οι «μισθομανείς» συμπατριώτες μας, άνθρωποι εξαρτημένοι από την ανάγκη τους για κατοχή και χρήση μισθού, την ύπαρξη των οποίων ανέδειξε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην παγίδα τού «μετά θα λογαριαστούμε». Η παραλυτική αυτή στάση που έχει αφομοιώσει το στρατόπεδο της μη συναίνεσης, οδηγεί στην παθητική παρακολούθηση του επελαύνοντος αυταρχισμού και στην αδυναμία αμφισβήτησης των σκληρά ταξικών και καταφανώς αναποτελεσματικών μέτρων “αντιμετώπισης” της πανδημίας. Το γεγονός πως οι όποιες ενδείξεις ανυπακοής αφήνονται να ηγεμονεύονται από τους συνωμοσιολόγους, τους “ψεκασμένους” και την Εκκλησία (που συγκεντρώνει με τον πλέον αντιεπιστημονικό τρόπο σε κλειστούς χώρους τις εξ ορισμού πιο ευπαθείς ομάδες, διασφαλίζοντας το … δικαίωμά τους να γλείφουν το ίδιο κουταλάκι εν μέσω πανδημίας), τις καθιστά εύκολα απαξιώσιμες και αντιμετωπίσιμες από την κυβερνητική σκοπιά και υπενθυμίζει εμφατικά το πόσο εξουδετερωμένο είναι σήμερα κοινωνικά και πολιτικά το στρατόπεδο της άρνησης της συναίνεσης.

Η δολοφονία της χαράς

Το κυβερνητικό τέχνασμα της αντιμετώπισής του κόσμου ως ανόητου και η ταυτόχρονη υπερπροβολή των πραγματικά ανόητων, καλλιεργούν την αίσθηση ότι αυτοί επικρατούν και άρα μας αξίζει που μας φέρονται έτσι. Παράλληλα, η αντίστοιχη υπεροπτική στάση από μέρος της «προοδευτικής διανόησης» προς «τον κοσμάκη», συμπληρώνει την αυτοϊκανοποιητική αίσθηση ανωτερότητας μαζί με την αντίληψη ότι κάθε αντίδραση είναι ανώφελη και, τελικά, οδηγούν στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία: αν όλοι αποδεχτούμε ότι περιτριγυριζόμαστε από παντοδύναμους ηλίθιους, τότε είναι βέβαιο ότι αυτοί θα επικρατήσουν.

Εξίσου αυτοκαταστροφική είναι και η αποδοχή του απαγορευτικού πλαισίου από την πλευρά των κυριαρχούμενων. Όχι μόνο επειδή διευρύνει στην πράξη τη συναίνεση στην αυταρχική έξαρση της Κυβέρνησης, αλλά κυρίως επειδή παραβλέπει το γεγονός ότι τα απαγορευτικά μέτρα έχουν στο στόχαστρό τους σχεδόν αποκλειστικά το πεδίο του ελεύθερου χρόνου (κοινωνικές επαφές, συλλογικές διαδικασίες, ψυχαγωγία, πολιτισμό, αθλητισμό κλπ) αφήνοντας απ’ έξω το πεδίο των υποχρεώσεών (προς το Κράτος, τον εργοδότη κλπ).

Έτσι, ο περιορισμός της απόλαυσης (και της αναζήτησής της) στη ζωή των ανθρώπων και η συνακόλουθη ταύτιση της ζωής αποκλειστικά με τον μόχθο της επιβίωσης επιτείνουν την αποξένωση και την εξατομίκευση, με όλες τις ατομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές τους (με πρώτη τη συλλογική κατάθλιψη) και αποτελούν ίσως την πλέον επικίνδυνη συνέπεια των απαγορευτικών μέτρων.

Βρισκόμαστε, στην πραγματικότητα, ενώπιον μιας «αντεπανάστασης» εκ μέρους των αστικών τάξεων, οι οποίες, αφού πέρασαν από την προτεσταντική κοινωνία του αυτοπεριορισμού, κατά τον πρώιμο καπιταλισμό, στην καταναλωτική κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης, κατά τον ύστερο, τώρα επιχειρούν να απαγορεύσουν εκ νέου την απόλαυση, υπενθυμίζοντάς μας πως κατά βάθος πάντα τη θεωρούσαν δικό τους προνόμιο[4], κηρύσσοντας παράνομο ό,τι προκαλεί χαρά στους ανθρώπους.

Η γενικευμένη απαγόρευση κυκλοφορίας, η υποχρέωση τεκμηρίωσης σε κάθε τυχαίο «όργανο της τάξης» ενός πραγματικού ή επινοημένου λόγου που να δικαιολογεί τις κατ’ εξαίρεση μετακινήσεις, η ολική βραδινή απαγόρευση και, ασφαλώς, τα εξοντωτικά πρόστιμα, στοχεύουν στην πολιτική εξουδετέρωση της πλευράς των κυριαρχούμενων και όχι στην προστασία της δημόσιας υγείας, γι’ αυτό το χρέος της να συγκρουστεί με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς αποκτά υπαρξιακή διάσταση.

Απέναντι στην κυρίαρχη λογική των οικονομικά ισχυρών, που θεωρούν τις αποφάσεις για τη διαχείριση των πόρων της κοινωνίας αποκλειστικά δική τους αρμοδιότητα, η πλευρά των κυριαρχούμενων πρέπει να αντιτάξει τη συνεργατικότητα και την αλληλεγγύη, τη λογική που διέπει τις οικογενειακές, φιλικές και συντροφικές σχέσεις, όπου κατά κανόνα οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα τις κοινές ανάγκες και διασφαλίζεται το αναφαίρετο δικαίωμά των ανθρώπων στη χαρά.

Γελάει καλύτερα όποιος γελάει χειραφετημένος

Ζούμε σε μια από τις πιο μορφωμένες και τεχνολογικά ενήμερες κοινωνίες της Δύσης, όπου η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού είναι σε θέση να ανταποκριθεί και να ακολουθήσει (και το κάνει!) πολύ πιο σύνθετες οδηγίες αυτο-(και αλληλο-)προστασίας από το «Απαγορεύεται να βγαίνετε από το σπίτι». Οι πολιτικοί σχηματισμοί της μη συναινετικής αντιπολίτευσης οφείλουν να αμφισβητήσουν το απαγορευτικό πλαίσιο και να καταγγείλουν την αριστοκρατική περιφρόνηση προς τον «ανώριμο και ανεύθυνο λαό», διατυπώνοντας συγκρουσιακό προγραμματικό λόγο που να μη διευρύνει τη συναίνεση αλλά να επιδιώκει να καθορίσει το πώς θα είναι οι κοινωνίες της μετά κοροναϊό εποχής

Σε μια περίοδο όπου η τεχνολογία, η περαιτέρω αυτοματοποίηση της παραγωγής αλλά και η συσσώρευση πλούτου θα μειώνουν τις θέσεις εργασίας, ο καπιταλισμός θα αποτυγχάνει να εκπληρώσει τη βασική υπόσχεση πως «άμα προσπαθήσεις θα ‘ρθει ο καιρός που θ’ αμειφτείς και θα πλουτίσεις» και η κατ’ εξοχήν ιεραρχική σχέση αφεντικού – εργαζόμενου θα συρρικνώνεται. Το Κεφάλαιο θα γίνεται όλο και περισσότερο αυτάρκες, ενώ θα μειώνεται η βαρύτητα της Εργασίας, προκαλώντας πλεονάζοντες πληθυσμούς, εξαθλιωνόμενο εργατικό δυναμικό, ακραία περιθωριοποίηση μειονοτήτων, κατάρρευση κοινωνικών δομών που στηρίζονται στη μισθωτή εργασία και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών.[5] Τα απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων επιβεβαιώνουν πως τα παραπάνω δεν είναι εικόνες από ένα δυστοπικό μέλλον αλλά βρίσκονται ήδη εδώ, εξοικειώνοντάς μας με την ύπαρξή τους.

Προκειμένου να αποτραπεί η εμπέδωση του ζοφερού αυτού σεναρίου, οι δυνάμεις της άρνησης της συναίνεσης πρέπει να υπερβούν την απαισιοδοξία και την ηττοπάθεια που τις διακατέχει, λόγω της επανειλημμένης και παταγώδους αποτυχίας της παραδοσιακής Αριστεράς να οργανώσει αποτελεσματικές κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και, πολύ περισσότερο, να εφαρμόσει ανταγωνιστικές πολιτικές όπου κατάφερε να βρεθεί σε κυβερνητικές θέσεις.

Οι κυρίαρχες τάξεις διασφαλίζουν την ηγεμονία τους χειραγωγώντας τη φαντασία των ανθρώπων, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να διανοηθούν πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Γι’ αυτό ακριβώς είναι απαραίτητες οι (τόσο συκοφαντημένες) ουτοπίες που κινητοποιούν τη συλλογική φαντασία προς την πολιτική αλλαγή.[6] Τώρα, λοιπόν, είναι η ώρα οι πολιτικές δυνάμεις της άρνησης της συναίνεσης να διαμορφώσουν την ουτοπία του «Κόσμου Μετά την Εργασία», του πολιτικού προγράμματος της κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι δεν θα είναι εξαρτημένοι από τον μισθό τους για να επιβιώνουν, ενώ η εργασία τους θα αποτελεί προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και όχι καταναγκασμό.[7]

Απαιτώντας αρχικά δραστική μείωση της εργάσιμης μέρας χωρίς μείωση αποδοχών και αμφισβητώντας ευθέως την έννοια της ιδιοκτησίας και του κληρονομικού δικαιώματος, οι δυνάμεις της άρνησης της συναίνεσης πρέπει να αναζωογονήσουν τη φαντασία των ανθρώπων, να γεμίσουν το υπαρξιακό κενό που τους συντρίβει και, ασφαλώς, επ’ ουδενί δεν πρέπει να συναινέσουν στον περιορισμό των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους από την άρχουσα τάξη «για το καλό τους». Αντίθετα, πρέπει να διεκδικήσουν τον επανακαθορισμό τού τι αποτελεί νόμιμη «ατομική ιδιοκτησία» και να αμφισβητήσουν ευθαρσώς το «νομίμως κατέχειν» του συσσωρευμένου πλούτου, αναδεικνύοντας πως αυτός ο πλούτος είναι των ανθρώπων και οφείλουμε να επεξεργαστούμε τρόπους για την αναδιανομή του.

Παράλληλα, το θεμελιώδες δικαίωμα στην εργασία πρέπει να αντικατασταθεί με το θεμελιώδες δικαίωμα σε ένα Ενιαίο Βασικό Εισόδημα που θα διασφαλίζει αξιοπρεπή ποιότητα ζωής για όλους. Ένα τέτοιο αίτημα αλλάζει την αντίληψη των ανθρώπων για τη σχέση Κεφάλαιου – Εργασίας, αναγνωρίζει την προσφερόμενη κοινωνική εργασία και αναδεικνύει τη σημασία του ελεύθερου χρόνου. Απελευθερώνει, έτσι, κοινωνικές δυνάμεις και δημιουργεί χώρο για πειραματισμούς σε νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, αντάξιες να αποτελούν συλλογικό επίτευγμα και όχι μοιρολατρική αποδοχή των ταξικών ανισοτήτων ως φυσικών φαινομένων, εντός των οποίων απλώς υπάρχουμε και προσπαθούμε να επιβιώσουμε.[8]

Με πίστη στην ικανότητα των ανθρώπων να σκέφτονται και να δρουν οργανωμένα, ας ετοιμαζόμαστε για την ουτοπία του καιρού μας, στοχεύοντας όχι στην ελευθερία αλλά στη χειραφέτηση των συνανθρώπων μας. Αν κατορθώσουμε να πλησιάσουμε αυτόν τον στόχο, θα διαπιστώσουμε ότι γελάμε καλύτερα εμείς από εκείνους που επιβουλεύονται τη χαρά μας.

 

[1] Σ. Τσιόδρας (4/5/20): «Εμείς κάναμε και μια ακόμα υπερβολή. Οποιοσδήποτε πέθαινε στην Ελλάδα από ή με Covid-19 καταγραφόταν σαν να πέθαινε από Covid-19».

[2] Σ. Τσιόδρας (5/11/20): «Το 86% των μεταδόσεων συμβαίνει μέσα σε κλειστούς χώρους», Μ. Χρυσοχοΐδης (13/11/20): «Οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια», Μ. Χρυσοχοΐδης (27/11/20) «Ο ιός μεταδίδεται σε κλειστούς χώρους, δεν μεταδίδεται έξω στην ατμόσφαιρα».

[3] Απόσπασμα από την παρέμβαση της Κρ. Λαγκάρντ σε εκδήλωση του ΟΗΕ με θέμα «Αναγέννηση της παγκόσμιας οικονομίας για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης». Η μετάφραση και οι υπογραμμίσεις δικές μου. Ολόκληρο το βίντεο εδώ (η παρέμβαση της Κ.Λ. μεταξύ 11’:23’’ – 19’:47’’, το συγκεκριμένο απόσπασμα μεταξύ 12’:42’’ – 14’:00’’).

[4] Βλ. Γ. Σταυρακάκης, Απαγόρευση και επιβεβλημένη απόλαυση: ηθικές συμβιώσεις; Περιοδικό «Σύναξη», τ. 116, σελ. 27-41.

[5] Κάποιες από τις σκέψεις που παρουσιάζονται σε αυτή την ενότητα αναπτύσσονται διεξοδικά στο εξαιρετικά διαυγές “Inventing the Future – Postcapitalism and a World Without Work”, των Nick Snicek και Alex Williams  (εκδόσεις Verso, Λονδίνο – Νέα Υόρκη, 2015), ειδικά στις σελίδες 70-140.

[6] Στο ίδιο, σελ. 137-138.

[7] Στο ίδιο, σελ. 86-108.

[8] Στο ίδιο, σελ. 120-123.


Πηγή: The Press Project