Η φωνή και η συλλογική δράση των ανθρώπων έχουν δύναμη

  • 11 Μαρτίου 2022 |

Τον περασμένο Δεκέμβριο, «χάρη» στις τρεις αγωγές, συνολικού ύψους άνω των €3.000.000, που άσκησε η ΟΝΕΧ (ΟΝΕΞ) ενάντια στο Παρατηρητήριο Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου (ΠΠΠΣ) και προσωπικά στον Στράτο Ζολώτα, πρόεδρο του ΔΣ του ΠΠΠΣ, και σε εμένα, βρέθηκα για πρώτη φορά εναγόμενος ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης, στην πιο εξοντωτική αξίωση που έχει απαιτηθεί ποτέ στη χώρα από επιχειρηματικά συμφέροντα σε βάρος πολιτών, και μάλιστα με τις εξωφρενικές για το άτομό μου κατηγορίες της «συκοφαντικής δυσφήμισης» και της «υπόγειας εξυπηρέτησης σκοτεινών επιχειρηματικών συμφερόντων». Τα παρακάτω αποτελούν μια συνοπτική απάντηση σε αυτόν τον ακραίο παραλογισμό, σχεδόν όπως κατατέθηκαν στο δικαστήριο.

 

Το ζήτημα της ρύπανσης στο λιμάνι και την ατμόσφαιρα της Ερμούπολης είναι γνωστό και οφθαλμοφανές και απασχολεί την τοπική κοινωνία επί δεκαετίες. Η αντιμετώπισή του είναι αντικειμενικά ιδιαίτερα δύσκολη, εξού και οι τοπικοί άρχοντες, με την ανοχή της τοπικής κοινωνίας, επέλεγαν διαχρονικά την εύκολη λύση: τη μη αντιμετώπισή του. Όπως αναγκάστηκε να παραδεχθεί ο Γ. Λεονταρίτης, χωρικός Αντιπεριφερειάρχης Κυκλάδων, «πάντα υπήρχαν σχόλια, πάντα υπήρχαν προσεγγίσεις, και στο τέλος όλα έμπαιναν κάτω από το χαλί».

Η τοπική κοινωνία γνωρίζει πως, ακόμα και αν υπήρχε η πολιτική βούληση από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και η καλή θέληση από τις εταιρίες που λειτουργούν τη βαριά βιομηχανία του νησιού, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των μέτρων που θα πετύχουν απόλυτα ασφαλή λειτουργία για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, απαιτούν σημαντικό χρονικό διάστημα.

Ακριβώς επειδή δεν αιθεροβατούμε, ιδίως εφ’ όσον δεν συντρέχουν οι δύο παραπάνω ιδανικές προϋποθέσεις της πολιτικής βούλησης και της καλής θέλησης, ιδρύσαμε το ΠΠΠΣ, έχοντας πλήρη επίγνωση της προαναφερθείσας δυσκολίας, με άμεσο στόχο την αναγνώριση της απειλής για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, ώστε να συζητηθεί το θέμα ανοιχτά στην τοπική κοινωνία και να αναζητηθούν οι βέλτιστες λύσεις.

Η πρωτοφανής επίθεση που δεχθήκαμε από την εταιρία που διαχειρίζεται το ναυπηγείο, με τις εξοντωτικές αγωγές και τις συκοφαντίες εναντίον μας, πέτυχε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επεδίωκε. Το Παρατηρητήριο Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο σύλλογο πολιτών του νησιού, με περισσότερα από 350 μέλη, το ερώτημα γύρω από την ενδεχόμενη ρύπανση στο λιμάνι της Ερμούπολης έγινε γνωστό τόσο πανελλαδικά, όσο και πανευρωπαϊκά (βλ. δημοσιεύματα ευρωπαϊκού τύπου, ερώτηση στο ευρωκοινοβούλιο κλπ), ενώ το τείχος σιωπής που είχε δημιουργηθεί τοπικά το τελευταίο διάστημα κατέρρευσε εκκωφαντικά.

Η συλλογική και συντονισμένη κοινωνική απαίτηση για ουσιαστικές απαντήσεις και μέτρα, αντιμετωπίστηκε με τον συνήθη τρόπο: με την κατηγορία ότι όσοι ρωτούν αν εφαρμόζονται οι όροι λειτουργίας και η περιβαλλοντική νομοθεσία, θέλουν να κλείσουν το ναυπηγείο. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι καινούρια, αντίθετα επαναλαμβανόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στο παρελθόν, κάθε φορά που υπήρχαν αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία αλλά και μεταξύ των εργαζομένων (απεργία αμμοβολιστών, προσφυγή εργαζομένων στην Επιθεώρηση Εργασίας για διεκδίκηση δεδουλευμένων κλπ.). Μόνο που όσοι ταυτίζουν το αίτημα για σύννομη λειτουργία του ναυπηγείου με αίτημα κλεισίματός του, στην πραγματικότητα παραδέχονται ότι το ναυπηγείο δε μπορεί να λειτουργήσει με σεβασμό στους περιβαλλοντικούς νόμους και τους όρους λειτουργίας του και ότι, εφόσον απαιτηθεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή τους, αναγκαστικά θα κλείσει.

Αυτή η διχαστική αντιμετώπιση, ενεργητικά από την εταιρία και εκπροσώπους των εργαζομένων της, αλλά και διά της παραλείψεως (στην καλή περίπτωση) από τις τοπικές Αρχές, οδήγησε τη μέρα της δίκης στις εικόνες ντροπής έξω από το Δικαστικό Μέγαρο της  Σύρου, όπου μερίδα των εργαζομένων καθύβριζε χυδαία, ακόμα και μπροστά στις κάμερες των ΜΜΕ, τους εκατοντάδες συγκεντρωμένους συμπολίτες μας, μέλη και φίλους του ΠΠΠΣ. Κάποιοι, μάλιστα, επιτέθηκαν και χειροδίκησαν σε βάρος μεταδιδακτορικού φοιτητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που ήταν παρών στην ειρηνική συγκέντρωση του ΠΠΠΣ, στην οποία ρητά διατυπώθηκε το αίτημά μας: «Περιβάλλον καθαρό & Νεώριο Ανοιχτό». Με αυτό άλλωστε συμφώνησε και ο Δήμαρχος Ν. Λειβαδάρας, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα πως «στηρίζει απερίφραστα το ναυπηγείο, αλλά πρέπει να εναρμονιστεί με την περιβαλλοντική νομοθεσία».

* * *

Ο χρόνος και η ενέργεια που αφιερώσαμε επί 10 σχεδόν μήνες ενόψει της δίκης, για τη συλλογή στοιχείων και την τεκμηρίωση όσων έχουμε υποστηρίξει δημόσια, με στόχο την εμπεριστατωμένη ενημέρωση των συμπολιτών μας – μια που τα τοπικά ΜΜΕ δεν έκαναν τη δουλειά τους- και, ταυτόχρονα, για τη συλλογική λειτουργία και χάραξη τακτικής του ΠΠΠΣ, δεν μπορούν να περιγραφούν σε κάποιον που δεν έχει βιώσει παρόμοια εμπειρία.

Πρόκειται, οπωσδήποτε, για εμπειρία χρήσιμη, καθώς μάθαμε σημαντικά στοιχεία, εξοικειωθήκαμε με δικονομικές διαδικασίες και, βέβαια, δεθήκαμε μεταξύ μας, γεγονός πολύτιμο, καθώς οι συναγωνιστικές σχέσεις των ανθρώπων και οι συνειδήσεις σφυρηλατούνται και διαμορφώνονται σε πραγματικές συνθήκες και όχι στη θεωρία. Δεν είναι σύμπτωση, άλλωστε, ότι τα μέλη του ΠΠΠΣ διαρκώς αυξάνονται. Πρόκειται, όμως, ταυτόχρονα και για μια εμπειρία εξουθενωτική και αποδιοργανωτική σχεδόν για όλες τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής μας.

Αυτό ακριβώς είναι το νόημα του SLAPP (Strategic Lawsuits Against Public Participation | Στρατηγικές αγωγές ενάντια στη συμμετοχή στα Κοινά), το οποίο, με αφορμή τον δικό μας αγώνα και τη συγκινητική υποστήριξη και αλληλεγγύη που συνάντησε, μπήκε πλέον στην πολιτική αντιπαράθεση της χώρας, υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή και το Ευρωκοινοβούλιο, ενώ το ΜέΡΑ25 κατέθεσε και σχετική anti-SLAPP πρόταση νόμου, η οποία αγνοήθηκε από την Κυβέρνηση της ΝΔ.

Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, αν η Πολιτεία έκανε τη δουλειά της: αν το Υπουργείο Περιβάλλοντος είχε υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τη διενέργεια μελέτης με αντικείμενο την πιθανή ρύπανση στο λιμάνι· αν η δημοτική αρχή πρωτοστατούσε στο αίτημα για τη διενέργεια της μελέτης, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφύλαξη της υγείας των κατοίκων του νησιού και της κοινωνικής ειρήνης· αν η Περιφέρεια, πραγματοποιούσε τους ελέγχους που οφείλει να κάνει· αν τα τοπικά ΜΜΕ ενημέρωναν τη συριανή κοινωνία, αντί να της αποκρύπτουν θέματα τόσο σοβαρά, που κινητοποιούν πανελλαδικά και ευρωπαϊκά ΜΜΕ.

Εφ’ όσον οι αρμόδιες Αρχές απεμπολούν τις αρμοδιότητές τους και δεν κάνουν τους ελέγχους που οφείλουν, βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την οριστική αποδοχή εκ μέρους της Πολιτείας ότι είναι τελικά αναρμόδια και για τη Σύρο, όπως ήδη αποφάσισε για τις Σκουριές, όπου διά νόμου παραχώρησε στην εταιρία που εκμεταλλεύεται επιχειρηματικά την περιοχή το δικαίωμα να ορίζει μόνη της το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί και να βεβαιώνει η ίδια ότι τηρεί τους προβλεπόμενους όρους.

Σύμπασα η οργανωμένη τοπική κοινωνία, ο Ιατρικός Σύλλογος Κυκλάδων, η Ένωση Γονέων, οι Σύλλογοι των Νηπιαγωγών, των Δασκάλων, των Καθηγητών, των Μηχανικών, των Αρχιτεκτόνων, των εργαζομένων στην Περιφέρεια και στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου, η ΕΣΗΕΑ, αλλά και περιβαλλοντικές οργανώσεις παγκοσμίου βεληνεκούς, όπως η WWF και η Greenpeace, και δεκάδες περιβαλλοντικές, κινηματικές και πολιτικές συλλογικότητες από όλη τη χώρα, στάθηκαν με δημόσιες δηλώσεις τους στο πλευρό του ΠΠΠΣ, υπερασπίζοντας το κατοχυρωμένο δικαίωμα και καθήκον των πολιτών να ασκούν κοινωνικό έλεγχο.

Οι πολίτες δεν έχουν καμία δουλειά να πραγματοποιούν οι ίδιοι ελέγχους στον τρόπο λειτουργίας οποιασδήποτε επιχείρησης, είτε πρόκειται για μια βαριά βιομηχανία είτε για ένα ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Εφ’ όσον ανησυχούν για το αν επιβαρύνεται το φυσικό περιβάλλον και η δημόσια υγεία, ακόμη και αν κάνουν λάθος, οφείλουν να απευθύνονται προς τις αρμόδιες Αρχές της Πολιτείας. Και είναι υποχρέωση της Πολιτείας, είτε να τεκμηριώσει πειστικά ότι κάνουν λάθος και να τους καθησυχάσει, είτε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα αντιμετώπισης του κινδύνου.

Οι τοπικές Αρχές σίγουρα γνωρίζουν ότι η άρνηση της πραγματικότητας, οι κραυγαλέες προσπάθειες διάψευσης των περιστατικών στα οποία είμαστε αυτόπτες μάρτυρες και -πολύ περισσότερο- οι άμεσες ή έμμεσες απειλές, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο, δεν καθησυχάζουν τους πολίτες. Αντίθετα, θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη και την αρμονική συνύπαρξη της τοπικής κοινωνίας. Όσοι/ες ενδιαφέρονται για τη διατήρησή τους, οφείλουν να απαιτούν διαφάνεια, λογοδοσία, εξάλειψη του φόβου, πλήρη ενημέρωση και συμμετοχή των ανθρώπων στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή τους· δηλαδή, Δημοκρατία.