Σκίτσο: Τάσος Αναστασίου

Ποτέ ξανά Αριστερά…

  • 18 Μαΐου 2019 |

Η Αριστερά της συναίνεσης

Όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 αποφάσισε να αυτομολήσει στο στρατόπεδο της συναίνεσης, το  πολιτικό προσωπικό που αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της φιλοευρωπαϊκής, ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στη χώρα μας, μαζί με νεόκοπους «κινηματικούς ριζοσπάστες αριστερούς», μετατράπηκαν σε νεοφώτιστους θιασώτες του πιο ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού, προκειμένου να διαφυλάξουν την ηγεσία και το όχημα που τους έφερε από την αφάνεια στην επιφάνεια: στη βιτρίνα του κρατικού μηχανισμού. 

Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, η «κανονικότητα» των μνημονίων έχει τη νομιμοποίηση του μεγαλύτερου ποσοστού της οργανωμένης Αριστεράς στη χώρα, με συνέπεια την αδρανοποίηση του πρώτου λαού που σήκωσε κεφάλι ενάντια στον μισανθρωπισμό αυτής της ΕΕ, ενώ τα απομεινάρια των πάλαι ποτέ στελεχών του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ και της πάλαι ποτέ ΔΗΜΑΡ επανέρχονται δικαιωμένα στο προσκήνιο, διά της «Προοδευτικής Συμμαχίας». Όλο αυτό το πολιτικό προσωπικό, τα φυσικά πρόσωπα που συναπαρτίζουν την Αριστερά της συναίνεσης, απέδειξε πως αρκεί η συγκολλητική δύναμη της εξουσίας για να αντέξει το βάρος της απανθρωπιάς και των αντιφάσεων της πολιτικής που αποφάσισε να υπηρετήσει, αλλά και για να αποκαλύψει την υποκρισία όσων παρέμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015, αφού, σαν έτοιμοι από καιρό, εφάρμοσαν και αναμάσησαν την πολιτική που μέχρι να βρεθούν στην κυβέρνηση αντιμάχονταν ως καταστροφική.

Έχοντας καταπιεί αμάσητο το χάπι της εξουσίας, ο νέος ΣΥΡΙΖΑ, όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί του, προσβάλλει τη νοημοσύνη του ελληνικού λαού και περιφρονεί την αξιοπρέπειά του, την οποία επικαλέστηκε για να βρεθεί στην κυβέρνηση. Με ΑΕΠ μικρότερο (2009: ~237 εκ. € / 2018: ~185 εκ. €) και χρέος μεγαλύτερο (2009: ~301 εκ. € / 2018: ~335 εκ. € – πηγή: ΕΛΣΤΑΤ) απ’ ό,τι όταν μπήκαμε στα μνημόνια, με προδιαγεγραμμένη λιτότητα μέχρι το 2060 και εκχώρηση όλων των εργαλείων άσκησης κυρίαρχης πολιτικής (τράπεζες, λιμάνια, τρένα, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κ.ο.κ.) στα διευθυντήρια ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου, η περίφημη έξοδος από τα μνημόνια αποτελεί την πιο οφθαλμοφανή απάτη που επινόησε και υπηρετεί το πολιτικό προσωπικό που απαρτίζει και στηρίζει αυτή την Κυβέρνηση.

Το προφανές ψέμα και η καθήλωση γύρω από αυτό (αποδοχή του/ένταξή σε αυτό/αναπαραγωγή του), μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς και εργαλείο οργάνωσης της καταστροφής που προξένησε αυτή η Κυβέρνηση, διαπομπεύοντας το τελευταίο σχέδιο αντίστασης που είχε στη διάθεσή του ο ελληνικός λαός: το σχέδιο της Αριστεράς. Το σχέδιο που ο «ουδείς αριστερότερος εμού» Πρωθυπουργός έχει σήμερα αντικαταστήσει με το «θέλετε να έρθει ο Κούλης;».

Μόνο που η ήδη συντελεσθείσα παλινόρθωση του πολιτικού ερειπίου της ΝΔ (που μέχρι το 2016 βρισκόταν δημοσκοπικά κάτω από το 20%) και του καταφανώς ανεπαρκέστατου αρχηγού της, καθώς και η πιθανή επάνοδός της στην εξουσία, θα είναι αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής της Κυβέρνησης. Όπως αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής της Κυβέρνησης θα είναι η ενίσχυση της νεοναζιστικής ακροδεξιάς («τώρα που αποδείχθηκε ότι αριστεροί και δεξιοί όλοι ίδιοι είναι»…), της οποίας τη δράση σχετικοποιεί και κανονικοποιεί συστηματικά (κοινές παρουσίες και φωτογραφίσεις σε εκδηλώσεις της Βουλής, προβολή μέσω κρατικής ΕΡΤ, επικείμενη τροποποίηση ποινικού κώδικα για επιεικέστερες ποινές στις ηγεσίες εγκληματικών οργανώσεων κ.λ.π.), προκειμένου να την αξιοποιεί ως φόβητρο και ως εργαλείο συσπείρωσης του προοδευτικού κόσμου γύρω της. Έτσι, οι εκκλήσεις του Πρωθυπουργού για ψήφο εμπιστοσύνης στον ίδιο και την Κυβέρνησή του ως ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς, για την οποία ευθύνονται ο ίδιος και η Κυβέρνησή του, θυμίζουν το ανέκδοτο με τον γονεοκτόνο που στο Δικαστήριο ζητά επιείκεια ως ορφανός.

Η μη συναινετική Αριστερά

Από την άλλη πλευρά, στο στρατόπεδο της άρνησης της συναίνεσης, η εναπομείνασα οργανωμένη Αριστερά, πολυδιασπασμένη και εξαϋλωμένη σε αμελητέα ποσοστά και απήχηση στην κοινωνία, με σχεδόν πολεμικές σχέσεις μεταξύ της, βολοδέρνει ηττημένη μεταξύ ακραίου οικονομισμού και εθνικοπατριωτισμού, ανίκανη να διαχειριστεί, να εκφράσει και να οργανώσει την απογοήτευση και την απελπισία που προκάλεσε η σταδιακή και συνειδητή προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο της συναίνεσης.

Το ΚΚΕ, η μήτρα σχεδόν του συνόλου της ελληνικής Αριστεράς, μη έχοντας καταφέρει ακόμα να αποτινάξει από πάνω του τα συντρίμμια από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το άγος της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, φρόντισε να μείνει αμόλυντο από την κατάρρευση του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, παρακολουθώντας αφ’ υψηλού την ελληνική κοινωνία. Απείχε από όλες τις συγκρουσιακές στιγμές της κρίσης, από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι και το δημοψήφισμα, και, αποφεύγοντας ακόμα και την επαφή με τον ξεσηκωμένο λαό μέχρι να ωριμάσουν -μαγικώ τω τρόπω- οι συνθήκες, σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον, έχει μετατραπεί σε έναν αρτηριοσκληρωτικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, παραμένοντας αναγκαστικά κομμάτι του συστήματος που θεωρητικά αντιμάχεται.

Οι υπόλοιπες δυνάμεις, με στοιχειώδη υπόσταση που να τους επιτρέπει να συμμετέχουν σε εκλογικές διαδικασίες (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Πλεύση Ελευθερίας), εξίσου ανίκανες να συμμαχήσουν μεταξύ τους έστω και σε επίπεδο δημοτικών παρατάξεων, καθηλωμένες στο μοντέλο του έθνους – κράτους προαναγγέλλουν εθνικές αναδιπλώσεις παροξύνοντας βερμπαλιστικά τη ρητορική τους, καλώντας μας να μεταβούμε -και πάλι μαγικώ τω τρόπω- από τα μνημόνια στον Σοσιαλισμό. Παραμένουν, βέβαια, απολύτως ανίκανες να περιγράψουν έστω σε αδρές γραμμές και σε επίπεδο οράματος (αφού για πραγματικό σχέδιο ούτε λόγος), το τι πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή που μιλάμε ώστε να μπορούμε κάποια στιγμή να φτάσουμε εκεί και πώς θα είναι εκεί που θα φτάσουμε, ώστε να καταλάβουμε όλοι γιατί αξίζει τον κόπο να εργαστούμε και να αγωνιστούμε γι’ αυτό. Αντί να προτάσσουν σχέδιο και πρόγραμμα για ένα άλλο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας και μία άλλη ένωση των λαών (επειδή δεν έχουν!), αρκούνται να διακηρύττουν την έξοδο από την ευρωζώνη ή/και την ΕΕ, νομίζοντας ότι επιτελούν το «επαναστατικό» καθήκον τους.  Όσο, όμως, δεν είναι σε θέση έστω να περιγράψουν αυτό το άλλο μοντέλο και αυτή την άλλη Ένωση, τόσο αυτά δεν πρόκειται ποτέ να προκύψουν – πολύ περισσότερο από οτιδήποτε εκκινεί από εθνοκεντρική αφετηρία.

Γιατί τα χαρακτηριστικά της ΕΕ, δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τα χαρακτηριστικά της Γερμανίας, ασφαλώς, αλλά ούτε και από της Γαλλίας, της Ιταλίας ή της Ελλάδας: σχεδόν ολόκληρος ο δυτικός κόσμος ομνύει κατά πλειοψηφία στον κατ’ ευφημισμό δημοκρατικό αλλά στην πραγματικότητα αυταρχικό, νεοφιλελεύθερο μανατζερίστικο καπιταλισμό. Αν πρέπει να φύγουμε από την ΕΕ, πρέπει, μάλλον, να φύγουμε και από την Ελλάδα, αν όχι και από τον πλανήτη. Όμως η αποχώρηση από το πεδίο της μάχης των λαών, επειδή οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί και μάλιστα όταν πουθενά δεν δείχνουν καλύτεροι, δεν σηματοδοτεί τίποτα το επαναστατικό. (Πόσο μάλλον αν δεν έχεις διαστημόπλοιο…)

Έτσι, όσο η μη συναινετική Αριστερά αποτυγχάνει να καλύψει αυτό το κενό και, ταυτόχρονα, συνεχίζει να νομιμοποιεί το «έξω από την ΕΕ» ως πεδίο αντιπαράθεσης, τόσο ανοίγει δρόμο στον εθνικισμό και την ακροδεξιά, που προβάλλουν ως όραμα την επιστροφή στους «εθνικούς καπιταλισμούς». Αν συνυπολογίσουμε και την πρόσφατη στάση της απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου, πλην της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το ζόρι κρατήθηκε να μη βγάλει καλέσματα συμμετοχής στα συλλαλητήρια των μακεδονομάχων (η Πλεύση Ελευθερίας έβγαλε!), προσβλέποντας σε αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης (ανεξάρτητα από το ότι αυτή θα προκαλούνταν από τα ακροδεξιά ή ελπίζοντας αφελώς ότι θα μπορούσε η ίδια να ηγεμονεύσει σε αυτό το ακροατήριο), επιδεικνύει έναν καιροσκοπικό αντικυβερνητισμό, παρέχοντας οικειοθελώς πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης προς τον “εθνικό κορμό” και κανονικοποιώντας τον εθνικισμό. Αυτή ακριβώς η ανεπάρκειά της επιτείνει την απαξίωση των κομμάτων και της πολιτικής, διευκολύνει τον εκφασισμό και, αντί μέσα στην κρίση και την κατάρρευση να κερδίζει νέα ακροατήρια, συρρικνώνεται διαρκώς και τελικά κινδυνεύει να παραδώσει και τα δικά της βορά στην ακροδεξιά.

Μετά την Αριστερά

Δεδομένου ότι οι δύο παραπάνω κατηγορίες αποτελούν σχεδόν το σύνολο της οργανωμένης ελληνικής Αριστεράς, εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι και η Αριστερά ακολούθησε την τύχη της χώρας: χρεοκόπησε, μαζί με το πολιτικό προσωπικό που την υπηρέτησε. Σήμερα, οι νέες γενιές συγκροτούν, συνειδητά ή μη, πολιτική ταυτότητα μαθαίνοντας ότι αυτό που συμβαίνει στη χώρα, συμβαίνει με την Αριστερά στην Κυβέρνηση. Με ευθύνη που βαραίνει κατά κύριο λόγο τη μνημονιακή Αριστερά της συναίνεσης, αλλά και με σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη μη συναινετική Αριστερά, κατασπαταλήθηκε το πολιτικό και ηθικό κεφάλαιο της Αριστεράς συνολικά, όχι μόνο ως πολιτικής οντότητας αλλά ακόμα και ως έννοιας, αφού αφ’ ενός δεν αρκεί πια για να ορίσει το στρατόπεδο της κοινωνικής ένταξης, αφ’ ετέρου παύει να σηματοδοτεί κάτι θετικό, ασαφές έστω, αλλά καταγεγραμμένο μέχρι πρότινος στη συλλογική συνείδηση ως κάτι έντιμο, ειλικρινές, δίκαιο και αγωνιστικό.

Έτσι, όσοι/όσες είχαν μάθει να δραστηριοποιούνται πολιτικά έχοντας αναφορά στην Αριστερά, αλλά σήμερα δεν χωράνε σε καμία από τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες, βρίσκονται αντιμέτωποι/αντιμέτωπες με την παράδοξη συνειδητοποίηση της μετάβασης από την «πρώτη φορά Αριστερά» στο «ποτέ ξανά Αριστερά», καθώς Αριστερά μετά το 2015 ουσιαστικά δεν υπάρχει.

Όσοι/όσες αντιλαμβάνονται πως όποιος διακηρύσσει επαναστατικούς (ή «επαναστατικούς») στόχους χωρίς σχέδιο, δεν είναι επαναστάτης αλλά βερμπαλιστής· όσοι/όσες αντιλαμβάνονται ως σωστή τη λογική της ένωσης των λαών και όχι εκείνη της διαίρεσής τους· όσοι/όσες αντιλαμβάνονται ότι από την επικείμενη αποδόμηση της ΕΕ δια των εθνικισμών και της αναβίωσης των εθνών κρατών μόνο η ακροδεξιά έχει να κερδίσει, καθώς αυτό είναι το φυσικό πεδίο δράσης της, αναγκαστικά θα αναζητήσουν νέα σημεία αναφοράς και προσδιορισμού του πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο επιθυμούν να  συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται.

Όσοι/όσες αντιλαμβάνονται ότι κανένας λαός δεν θα σωθεί μόνος του αν οι γύρω λαοί βουλιάζουν στο βούρκο της εκφασιζόμενης Ευρώπης, αντιλαμβάνονται επίσης ότι απέναντι σ’ ένα κυρίαρχο μοντέλο πανευρωπαϊκής εμβέλειας είναι ανώφελο να σχεδιάζει κανείς την αντίσταση σε μία μόνο χώρα. Αντίθετα, το όποιο σχέδιο πρέπει να απευθύνεται στο σύνολο των ευρωπαϊκών λαών, να δικτυώνει και να συντονίζει τις αντιστάσεις τους και να οργανώνει την από κοινού αντεπίθεσή τους, στη βάση ενός μίνιμουμ, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, πανευρωπαϊκού αιτήματος εκδημοκρατισμού και ειρηνικής συνύπαρξης, μέχρι να ξανασυσπειρωθούν δυνάμεις που θα κατορθώσουν να επεξεργαστούν και να προτάξουν ένα συνεκτικό και πιο προωθημένο σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού και χειραφέτησης των λαών της Ευρώπης.

Απαραίτητη προϋπόθεση για έναν τέτοιο στόχο είναι ένα πολιτικό υποκείμενο (κόμμα/δίκτυο) πανευρωπαϊκής εμβέλειας, που θα απαιτεί και θα διασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή των μελών του, την οριζόντια διάχυση της πληροφορίας, τον έλεγχο και τη λογοδοσία με τέτοιο τρόπο που καμία ηγεσία να μη μπορεί να αυτονομηθεί από τη συλλογική βούληση. Ο μόνος πολιτικός σχηματισμός που ανήκει στο στρατόπεδο της μη συναίνεσης και δείχνει σήμερα να αντιλαμβάνεται τα παραπάνω, και μάλιστα να τα επικαλείται ως βασικό λόγο ίδρυσής του, είναι το ΜέΡΑ25, στην Ελλάδα, μέλος του πανευρωπαϊκού κινήματος DiEM25, που προβάλλει ένα μοντέλο ενιαίας οριζόντιας λειτουργίας σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, με ταυτόχρονες εσωτερικές διαδικτυακές ψηφοφορίες, αποφασιστικές για τις πολιτικές θέσεις και τα πρόσωπα που θα τις εκφράσουν στα κόμματα – μέλη του. Μένει να αποδειχτεί στην πράξη κατά πόσο εννοούν αυτά που διακηρύττουν και πόσο προσηλωμένοι θα είναι σ’ αυτόν το στόχο.

Ο δε Γιάνης Βαρουφάκης, όσα κι αν έχει να του προσάψει κανείς (με βασικότερο όλων ότι δεν σήμανε συναγερμό προς τον ελληνικό λαό την άνοιξη του 2015, όταν διαπίστωσε ότι ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση προετοίμαζαν τη συνθηκολόγηση, υποσκάπτοντας τη διαπραγμάτευση), δεν παύει να είναι ο μόνος που τίμησε τη λαϊκή εντολή του 2015 και που είχε, και έχει, ένα κάποιο σχέδιο για να μπορέσει να υλοποιήσει μερικά, έστω, από αυτά για τα οποία η Κυβέρνηση είχε εξουσιοδοτηθεί από τον ελληνικό λαό. Φυσικά, λοιδορήθηκε χυδαία, τόσο από τη συναινετική όσο και από τη μη συναινετική Αριστερά, εκείνη τουλάχιστον που μέχρι το καλοκαίρι του 2015 βρισκόταν εντός του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνοντας την απόλυτη συνυπευθυνότητά τους για τη συντριβή του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς.

Ευτυχώς, το ΜέΡΑ25 δεν πολιτεύεται στο όνομα της Αριστεράς αλλά στο όνομα της Δημοκρατίας στην Ευρώπη. Είναι σαφές πως δεν πρόκειται για επαναστατικό κόμμα (αν και το τι είναι επαναστατικό κάθε στιγμή είναι συζητήσιμο εκείνη ακριβώς τη στιγμή), αλλά το μετριοπαθές σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμά του φαντάζει αρκούντως ριζοσπαστικό μέσα στον ορυμαγδό της ακροδεξιάς προέλασης απ’ τη μια, και της αριστερής ανυπαρξίας από την άλλη. Επίσης, μέχρι τώρα, έχει κυρίως εμπνεύσει και εμπλέξει στην ενεργό και οργανωμένη πολιτική δράση, με ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας, κόσμο που δεν είχε προηγούμενη οργανωμένη πολιτική ένταξη. Αυτό, ασφαλώς, συνεπάγεται τον ενθουσιασμό, την ειλικρίνεια και την αγνότητα των προθέσεων της παρθενικής συμμετοχής στα κοινά, αλλά φυσικά και την απειρία ως προς τις δυσκολίες της συλλογικής λειτουργίας, που είναι άγνωστο το πώς θα επιδράσουν πάνω σ’ αυτό το νέο πολιτικό υποκείμενο. Απ’ την άλλη, γνωρίζοντας τα κατορθώματα των «έμπειρων» τόσα χρόνια, η απειρία δεν φαντάζει απαραίτητα αρνητικό χαρακτηριστικό.

Σε μια διαδικασία που από μόνη της δεν μπορεί να αποτρέψει την υπερίσχυση των δεξιών και ακροδεξιών δυνάμεων της Ευρώπης, στις ευρωεκλογές, η ψήφος στο ΜέΡΑ25, το μόνο πανευρωπαϊκό κόμμα που επιμένει να αρνείται να παραδώσει την Ευρώπη στους αρνητές της ή σ’ αυτούς που υιοθετούν τη ρητορική των αρνητών της για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, φαντάζει η προφανής επιλογή.


Πηγή: The Press Project