«Φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ!»
Είναι μάλλον κοινή παραδοχή πως σε ό,τι αφορά την πολιτική, συνδικαλιστική και επικοινωνιακή διαχείριση της απεργίας της ΟΛΜΕ, σχεδόν ό,τι λάθος μπορούσαμε να κάνουμε το κάναμε. Η βασική κατηγορία που δεχτήκαμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «μάζεψε» τους συνδικαλιστές του κι αυτό αποδεικνύει, δήθεν, τη δεξιά στροφή του κόμματος, η οποία «επιβεβαιώνεται» και από την, από κοινού με ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚΕ, απόφαση για αναστολή της απεργίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, το ζήτημα δεν είναι η υποτιθέμενη δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν το εύρος της ήττας. Το βασικό ζήτημα για εμάς είναι ότι δεν καταφέραμε να έχουμε ένα επιτελικό πολιτικό κέντρο διαχείρισης κρίσης, σε ανοιχτή γραμμή με τους συνδικαλιστές μας, την ώρα της μάχης. Με αυτή την έννοια, αν θα μπορούσε κανείς να μας αποδώσει κάποιον «-ισμό», αυτός δεν θα ήταν ο «ενδοτισμός», αλλά μάλλον ο «ερασιτεχνισμός».
Πρέπει να έχουμε συναίσθηση ότι το «Φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» μπορεί πια να επεκταθεί και στον δικό μας κόσμο, που έχει υψηλές προσδοκίες, έχει επενδύσει την ελπίδα του σ’ εμάς και, καθώς δεν βλέπει να επαληθεύεται, θεωρεί πως φταίμε για ό,τι κακό γίνεται ή/και για ό,τι καλό δεν γίνεται. Προφανώς θα κάνουμε κι άλλα λάθη. Ο κόσμος, μέσα στην απόγνωσή του, θα μας εγκαλεί (στην καλή περίπτωση) ή/και θα μας αποδοκιμάζει. Χρειάζεται ψυχραιμία και επίγνωση της δυσκολίας, αλλά και της κατάστασής μας και των δυνατοτήτων μας, ώστε να έχουμε τις ανάλογες προσδοκίες και να μην απογοητευόμαστε. (Αν και απογοητευόμαστε!)
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι πολύς κόσμος, ακόμα και δικός μας κόσμος, είναι έτοιμος να πιστέψει το χειρότερο δυνατό σενάριο για εμάς («ξεπουλήθηκαν», «κώλωσαν», «τα βρήκαν» κ.λπ.), ανά πάσα στιγμή, μόνο και μόνο επειδή είμαστε κομμάτι της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο πιο μεγάλος αντίπαλός μας είναι η απαξίωση της πολιτικής και η διάχυτη καχυποψία απέναντι σε κάθε πομπό πολιτικού λόγου (κόμματα, πολιτικοί, συνδικαλιστές).
Στην προκειμένη περίπτωση, μια ανακοίνωση που, για την αποτυχία στην ΟΛΜΕ, καταγγέλλει τον αυταρχισμό της κυβέρνησης και τη βαρβαρότητα των Μνημονίων δεν αρκεί, αν δεν συνοδεύεται από τη δική μας αλήθεια: τι ακριβώς έγινε, τι χειρισμούς έκαναν οι εκπρόσωποί μας, σε ποια στοιχεία βάσισαν τις εκτιμήσεις τους, τι πήγε στραβά, τι λάθη έκαναν στην τακτική τους, τι λάθη έκανε το κόμμα στον συντονισμό. Αλλιώς, ο πολύς κόσμος θα βασίσει τα συμπεράσματά του στην προπαγάνδα του αντιπάλου (Mega: «Υπεύθυνη αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ» / Επαναστατικός αριστερισμός: «Προδοσία!»), και θα κατατάξει και τον ΣΥΡΙΖΑ στη λίστα των αφερέγγυων κομμάτων που δεν λένε αλήθειες, που πάντα θεωρούν ότι φταίνε οι άλλοι, που ποτέ δεν κάνουν αυτοκριτική.
Η αλήθεια, η αυτοκριτική και η δημόσια παραδοχή λάθους, είναι από τα πιο ισχυρά μέσα που έχουμε στα χέρια μας για να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία των πολιτικών υποκειμένων και άρα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς αυτά. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απελευθερωτικό από την αλήθεια και πιο χειραφετητικό (και χειραφετημένο) από τη (δημόσια) αυτοκριτική. Και η πιο μεγάλη δυσκολία είναι να μάθει το κόμμα να λέει όλη την αλήθεια δημόσια για τα πάντα. Αυτή είναι μια από τις πιο σημαντικές μάχες που αξίζει να δώσουμε και εν όψει συνεδρίου, αν θέλουμε να μη ζήσουμε τη στιγμή όπου η πλειοψηφία της κοινωνίας, και όχι μόνο οι πολιτικοί αντίπαλοί μας, θα έχει δίκιο να πιστεύει ότι «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ».