«Νεοφιλελευθερισμός με δημοκρατία και ελευθερία» και άλλα παραμύθια

  • 22 Ιανουαρίου 2016 |

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. ανέτρεψε τις προβλέψεις αλλά και τα σχέδια πολλών, μεταξύ αυτών και της ίδιας της κυβέρνησης, ενώ οι συνέπειές της στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και στα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης ήδη έχουν αρχίσει να διαφαίνονται: η Ν.Δ. ανακτά προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις μετά από 3,5 χρόνια, ενώ ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι κλυδωνίζονται και προσπαθούν να περιορίσουν τις απώλειες, αναζητώντας τρόπους ευπρόσωπης συγχώνευσής τους.

Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ, απ’ την πλευρά του, ήλπιζε σε επικράτηση του «παλιού» Β. Μεϊμαράκη, ώστε να μπορεί να εξακολουθήσει να ισχυρίζεται πως εκπροσωπεί το «νέο», ωστόσο το ίδιο επικαλείται πλέον και ο Κ. Μητσοτάκης, αναγκάζοντας το κυβερνόν κόμμα να επαναφέρει στο προσκήνιο τη διχοτομία Αριστεράς/Δεξιάς, την οποία είχε παροπλίσει μετά το περσινό καλοκαίρι της συνθηκολόγησης.

Ασφαλώς, πρόκειται για απολύτως πραγματική διχοτομία, μόνο που αυτή τη στιγμή, στην κεντρική πολιτική σκηνή, δεν υπάρχει ισχυρός εκπρόσωπος του πρώτου σκέλους της.

Ετσι, πιθανή «αριστερή στροφή» στη ρητορική της κυβέρνησης, ευρισκόμενη σε προφανή αντιδιαστολή με την ασκούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική, θα δημιουργήσει σύγχυση τόσο στο πολιτικό προσωπικό του νέου ΣΥΡΙΖΑ όσο και στην ελληνική κοινωνία.

Δεδομένου, μάλιστα, ότι η ρητορική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να κρύψει την πολιτική συμπόρευση στο πλαίσιο των Μνημονίων, το πιθανότερο είναι πως σύντομα η διακυβέρνηση της χώρας θα επιστρέψει στα χέρια των γνήσιων εκφραστών του νεοφιλελευθερισμού, δικαιώνοντας τους εσωτερικούς και εξωτερικούς σχεδιασμούς περί παρένθεσης (το «αριστερής» μάς τελείωσε από τις 20 του περασμένου Φεβρουαρίου).

Ο νέος πρόεδρος της Ν.Δ. αυτοπαρουσιάζεται ως φιλελεύθερος κεντρώος, αλλά η επικράτησή του με τη στήριξη των πλέον ακροδεξιών μηχανισμών του κόμματός του, η θητεία του ως υπουργού των απολύσεων στην κυβέρνηση του Α. Σαμαρά και οι επιλογές του για τις θέσεις αντιπροέδρων του δεν αφήνουν αμφιβολίες ως προς το μείγμα της πολιτικής που θα ακολουθήσει.

Μια πολιτική που επιδιώκει να εντάξει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας στην επικράτεια της αγοράς, που απορρίπτει την έννοια της κοινωνίας και προτάσσει την ατομοκεντρική προσέγγιση, που κατακερματίζει τη ζωή των ανθρώπων και την υποβαθμίζει σε «στιγμές», οι οποίες πρέπει να αξιοποιηθούν «τώρα, αλλιώς θα χαθεί η ευκαιρία».

Αυτό όμως που όντως χάνεται, τελικά, διά αυτής της πολιτικής, είναι η δυνατότητά μας να προβάλλουμε τις συνέπειες των τωρινών επιλογών μας στο μέλλον, το οποίο παραμένει άδηλο, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων. Ολα σχεδιάζονται σε κλειστές αίθουσες, με αυστηρούς όρους εχεμύθειας.

Πίσω από ένα κέλυφος υποτιθέμενων δημοκρατικών διαδικασιών, που επί της ουσίας παραγκωνίζουν τους λαούς και αντιμετωπίζουν τη Δημοκρατία ως κενό σημαίνον και απλό τελετουργικό, δημιουργείται το απαραίτητο για την αναπαραγωγή του νεοφιλελευθερισμού πολιτικό πλαίσιο, που στην πολιτική θεωρία ονομάζεται μεταδημοκρατία: ενώ φαινομενικά οι θεσμοί της Δημοκρατίας λειτουργούν, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι σεβαστά και ασκείται δημοκρατικός έλεγχος επί των εκλεγμένων αρχόντων από τους πολίτες, στην πραγματικότητα δεν ισχύει σχεδόν τίποτα από τα παραπάνω.[1]

Επιπλέον, αυτό το πλαίσιο οδηγεί στη μοιρολατρική αποδοχή της περιβόητης ανυπαρξίας εναλλακτικής (ΤΙΝΑ) και στην αποδόμηση της αίσθησης του «συνανήκειν» σε κοινωνία. Μας μαθαίνει να μην έχουμε καμία προσδοκία από τον διπλανό μας και, μοιραία, να μην έχουμε και κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτόν, καθώς είναι ανταγωνιστής/αντίπαλος στον αγώνα για επιβίωση.

Σε μια τέτοια συνθήκη, ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η «τάξη» είναι η βία, ο αυταρχισμός και η καταστολή, φαινόμενα που, όπως έχουμε δει και στη χώρα μας, βάζουν τέλος στις όποιες ψευδαισθήσεις περί της ύπαρξης μιας, έστω και κατ’ επίφαση, αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Τέλος, ίσως η μεγαλύτερη αντίφαση αυτής της πολιτικής είναι πως, αν και προσκυνά την «ανάπτυξη» ως τοτέμ, αποτυγχάνει οικτρά να οδηγήσει σε παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση. Αντίθετα, οδηγεί σε ακραία υπερσυσσώρευση κεφαλαίου[2] και τεράστια καταστροφή πλούτου[3], χωρίς ωστόσο οι υποστηρικτές της να θεωρούν πως πρέπει να δώσουν εξηγήσεις γι’ αυτό. Χαρακτηριστικός είναι ο ισχυρισμός ότι αν οι αγορές, δηλαδή οι εκάστοτε «καταναλωτές», έχουν «καλή ψυχολογία», τότε αυτό έχει θετική επίδραση στην οικονομία. Σε αντίθετη περίπτωση, παρατεταμένη «κακή ψυχολογία» οδηγεί σε οικονομικές κρίσεις.

Αυτό που μας λέει, κατά βάθος, αυτή η προσέγγιση είναι πως αν κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τη φούσκα και παριστάνουμε πως όλα λειτουργούν καλώς, τότε οι αγορές λειτουργούν εύρυθμα (δηλαδή κάποιοι θησαυρίζουν εις βάρος μας). Αν όμως αποφασίσουμε να «δούμε» τη φούσκα, τότε αυτή θα σκάσει στο κεφάλι μας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη ζωή μας (βλ. απειλές περί χρεοκοπίας κ.λπ.). Αρα καλύτερα να συνεχίσουμε να στρουθοκαμηλίζουμε…

Ακριβώς όπως κάνουν, δηλαδή, ο Αλ. Τσίπρας και ο νέος ΣΥΡΙΖΑ, αν εκτιμούν πως, περνώντας από το σχέδιο για «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία» στον «νεοφιλελευθερισμό με δημοκρατία και ελευθερία», θα μπορέσουν να σταθούν για πολύ ακόμα ως μαθητευόμενοι μάγοι της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, απέναντι στους επαγγελματίες του είδους.

  1. Βλ. ενδεικτικά Κόλιν Κράουτς, «Το μεταδημοκρατικό παράδοξο», Η Εφημερίδα των Συντακτών (04/07/15)
  2. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, 62 άτομα σε όλον τον πλανήτη κατέχουν πλούτο ίσο με εκείνον που κατέχει το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού, ήτοι 3,5 δισ. άτομα.
  3. Βλ. παραδοχή Α. Σαμαρά (15/01/14) ότι η χώρα μας την περίοδο των Μνημονίων υπέστη μείωση του ΑΕΠ της κατά 25%, τη μεγαλύτερη μείωση ΑΕΠ που έχει υπάρξει ποτέ διεθνώς από τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930.

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών