Η ψυχολογιοποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς

  • 23 Μαρτίου 2016 |

Του Θωμά Ψήμμα

Η αποδόμηση του (νεοφιλελεύθερου) καπιταλισμού και η παταγώδης διάψευση του “τέλους της ιστορίας” αναγέννησε προσδοκίες και διέσπειρε βλέψεις εξουσίας στους κόλπους της εγχώριας Αριστεράς. Δυστυχώς, η συγκλονιστική ευκαιρία ανανοηματοδότησης και προσαρμογής του μαρξικού πλαισίου αναφοράς στον 21ο αιώνα κατά κανόνα δεν έφερε στην επιφάνεια αυθεντικά χειραφετητικά οράματα και ορθολογικό-κριτικό ριζοσπαστισμό.

Αντίθετα, σε μεγάλη μερίδα του κόσμου της Αριστεράς, ιδίως ενόψει της προοπτικής της “κυβερνώσας Αριστεράς”, παρατηρήθηκαν δύο παθογένειες, οι οποίες τείνουν να εξελιχθούν σε γάγγραινα και αιτία διαζυγίου με τον πυρήνα της (διακριτής) αριστερής αφήγησης. Πρώτον, η “εθνικοποίηση της ταξικής πάλης”, φαινόμενο που έχει αναφερθεί ήδη σε προηγούμενα κείμενα του γράφοντος. Και δεύτερον, η ψυχολογιοποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς. Ένας άκριτος, ψευτοριζοσπαστικός (αριστεροδεξιός) εθνολαϊκισμός είναι η συνισταμένη δύναμη αδράνειας που παράγεται από τη σύνθεση των δύο αυτών αστοχιών της εφαρμοσμένης πολιτικής και διαστρεβλώσεων του μαρξογενούς θεωρητικού οικοδομήματος.

Στο δρόμο προς την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε μετά μανίας κάποιον αδύναμο κρίκο στην ενδοιμπεριαλιστική αλυσίδα, ώστε να βρει συμμάχους στον αγώνα κατά της λιτότητας εντός του καπιταλιστικού πλαισίου δράσης. Παρά τις επιμέρους ενστάσεις, επρόκειτο εκ πρώτης όψεως για μια εύλογη στάση, ώστε να εξασφαλισθεί ταυτόχρονα η βιωσιμότητα της επερχόμενης κυβέρνησης και η αναγκαία ρωγμή στην αδιέξοδη κι ατέρμονη μνημονιακή μονοτονία.

Αντί, όμως, να δοθεί κριτική έμφαση και ρεαλιστική απάντηση στα ποιοτικά, ιδεολογικά γνωρίσματα της κυρίαρχης ασκούμενης πολιτικής (“ιδιωτικοποιημένος κεϋνσιανισμός”, ανισότητα, απορρύθμιση της δημόσιας σφαίρας και της αγοράς εργασίας, ιμπεριαλισμός), το debate Αριστεράς-Δεξιάς στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στη βιωσιμότητα ή μη βιωσιμότητα του χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας πλέον φίλιες δυνάμεις στον αγώνα κατά του χρέους, επινόησε την αφήγηση του “καλού” και “κακού μπάτσου”. Στο ρόλο του “καλού” τοποθετήθηκε το (νεοφιλελεύθερο) ΔΝΤ, το οποίο έθετε μετ’ επιτάσεως ζήτημα μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, χωρίς πάντως να αρνείται τη συμμετοχή του στην παροχή των πακέτων στήριξης και στην επιτήρηση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Αντίθετα, στο ρόλο του “κακού” τοποθετήθηκε η Γερμανία κι ακόμα πιο εξειδικευμένα ο “κυνικός” ή “πραγματιστής” Υπουργός Οικονομικών της, κ. Σόιμπλε.

Τα παραδείγματα ψυχολογιοποίησης της πολιτικής συμπεριφοράς γύρω από το πρόσωπο του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών είναι αναρίθμητα. Τα πιο ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα: “go back κ. Μέρκελ, go back κ. Σόιμπλε”, απολιτική αντίληψη δήθεν συμμαχίας του (υπέρμαχου μιας συγκεκριμένης μορφής grexit) Σόιμπλε με το “λόμπι της δραχμής”, η αναγωγή του (κλασικού πια) “it’ s implementation, stupid” σε ευθεία προσβολή του Έλληνα Πρωθυπουργού και, φυσικά, ο ρατσιστικός παραλληλισμός του Λαζόπουλου μεταξύ σωματικής και πνευματικής καθήλωσης, με αφορμή την άκαμπτη στάση Σόιμπλε στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης.

Η ταύτιση του ιδεολογικού αντιπάλου με ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων ενείχε εξαρχής τον κίνδυνο της προκατάληψης, της υποβάθμισης των δομικών χαρακτηριστικών της κρίσης και της απολιτικοποίησης της διάκρισης μεταξύ Δεξιάς κι Αριστεράς.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης εμφανίζεται η ίδια τάση ψυχολογιοποίησης/φυλετοποίησης της συντηρητικής κι εθνικιστικής αναδίπλωσης σε επίπεδο Ε.Ε με την απόδοση προσωπικών ευθυνών στον ακροδεξιό Όρμπαν και σε άλλα μεμονωμένα κυβερνητικά στελέχη των χωρών του Βίζεγκραντ (“απόγονοι των ναζί” για τους Αυστριακούς ή “κομπλεξικοί και ανίκανοι να προσαρμοστούν στον καπιταλισμό και τον δυτικό κόσμο” για τις χώρες του ανατολικού μπλοκ).

Τώρα που η συμφωνία εφαρμόζεται κατά γράμμα από ελληνικής πλευράς (από την “κυβερνώσα Αριστερά”) και ο Έλληνας πρωθυπουργός απέσπασε τα εύσημα του “εχθρού” του (Σόιμπλε) για τις προσπάθειες που καταβάλλει, αποδεικνύεται περίτρανα ότι η προσωποποίηση του προβλήματος μετέτρεψε ένα (διαχρονικά υπαρκτό) συστημικό ζήτημα σε “αδειανό πουκάμισο” το οποίο φοριέται, φθείρεται ή πετιέται ανάλογα με τις διαθέσεις της στιγμής.

Και στην άλλη όχθη του ποταμού, στην εθνολαϊκιστική ΛΑΕ, η κατάσταση είναι ίδια κι απαράλλαχτη. Η πρόσφατη συνέντευξη της (συνεργαζόμενης με τη ΛΑΕ) Ζωής Κωνσταντοπούλου στον Αλέξη Παπαχελά αποδεικνύει ότι η τάση (αυτο)θυματοποίησης είναι διάχυτη στην “αδούλωτη”, “γνήσια”, “ακηδεμόνευτη” Αριστερά. Βλέπει το δέντρο (απαξιωτικά σχόλια προς το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα) και χάνει το δάσος (τις ευθύνες για την απουσία plan b, την ιδεολογική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα 2012-2015).

Το γεγονός ότι η ίδια η πρώην Πρόεδρος της Βουλής ήταν το κατεξοχήν θύμα μιας ακραίας ψυχολογιοποίησης της πολιτικής συμπεριφοράς, ενός χυδαίου character assassination (δολοφονία προσωπικότητας) από συμπολιτευόμενους και αντιπολιτευόμενους βουλευτές δεν μπορεί ασφαλώς να αποτελέσει δικαιολογία για την κατασκευή ενός “εσωτερικού εχθρού”, στον οποίο θα στραφούν τα πυρά του blame game. Η αναζήτηση μύχιων (ιδιοτελών) κινήτρων πριν την αξιολόγηση της πολιτικής συμπεριφοράς αυτής καθεαυτής είναι πορεία σαν τον κάβουρα σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ακόμα και στο πιο δραστικό μέσο κρατικής επέμβασης, στο ποινικό δίκαιο, το αν πραγματώθηκε ή όχι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (πράξη, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη) προέχει από την κατάφαση του βαθμού υποκειμενικής υπόστασης (δόλος ή αμέλεια).

Μια μεγάλη μερίδα στελεχών της ΛΑΕ μεταχειρίζεται τη Συμφωνία της 12ης Ιουλίου με προσωπικά-οικογενειακά, -όχι με πολιτικά- κριτήρια, σαν πράξη εσχάτης προδοσίας, σαν ασυγχώρητη απιστία σε έναν γάμο με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Για τον καταλογισμό επαίνων ή ευθυνών προέχει η αξιολόγηση της πολιτικής δράσης με κριτήριο τον πυρήνα καταστατικών αρχών της ριζοσπαστικής Αριστεράς (ως διακριτής ιδεολογίας και ως αυτόνομου φορέα πολιτικού λόγου). Με άλλα λόγια, ήταν η Συμφωνία της 12ης Ιουλίου ένας αναγκαίος συμβιβασμός, αποτέλεσε προϊόν ενός επώδυνου εκβιασμού, συνιστά άτακτη υποχώρηση ή μήπως νέα Συμφωνία των Βερσαλλιών;;; Χωρίς (πολιτικό) κριτήριο διάκρισης και χωρίς αξιολογική κρίση της Συμφωνίας, το ακατάσχετο blame game, τα ενδοοικογενειακά μαχαιρώματα μαζοποιούν τις συνειδήσεις, φετιχοποιούν την ιδεολογική αντιπαράθεση, ποδοσφαιροποιούν την πολιτική, μετατρέπουν την Αριστερά στο αγαπημένο παιδί των (αδηφάγων) media, δίχως να προσφέρουν κάποια προοδευτική προοπτική διεξόδου από την πολυδιάστατη κρίση του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας.

Συνεπώς, η αξιολόγηση των (ιδιοτελών ή ανιδιοτελών) κινήτρων είναι χρήσιμη, εάν και εφόσον έχει προηγηθεί -λογικά και χρονικά- ο κριτικός αναστοχασμός επί της πράξης (πεπραγμένα και μελλοντικές δράσεις σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο στόχο). Η εμμονή στα κίνητρα των πολιτικών δρώντων δεν προσφέρει μια (εφικτή και οραματική ταυτόχρονα) ταξικά μεροληπτική (υπέρ των αδυνάτων) διέξοδο στο ταξικά μεροληπτικό (υπέρ των ισχυρών) μνημονιακό αδιέξοδο της χώρας. Ίσα-ίσα, πίσω από βαρύγδουπες, λαϊκίστικες δίκες προθέσεων συσκοτίζεται το πολιτικό, κοινωνικό, θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο επιβολής της μνημονιακής κανονικότητας, η διαστροφή της εξαιρετικής έκτακτης ανάγκης σε μονοπωλιακό take it or leave it κανόνα.

Η άκριτη προσωπολατρεία εκτρέφει ολοκληρωτικούς ηγεμόνες τύπου Στάλιν. Αντίθετα, ο τυφλός δογματισμός σε προαιώνιες, αμετάβλητες αρχές συντηρεί μονολιθικά θεόκλειστα συστήματα που περιμένουν νομοτελειακά τη σοσιαλιστική Δευτέρα Παρουσία τύπου ΚΚΕ. Είναι πιο αναγκαίο κι επίκαιρο από ποτέ να βρούμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στα πρόσωπα και τις αρχές. Τα πρόσωπα μπορεί να είναι είτε φωτεινοί φάροι είτε σκοτεινοί ύφαλοι, ωστόσο οι αρχές μας παρέχουν την πυξίδα για μια (ασφαλή και δημιουργική-εξελικτική συνάμα) πλοήγηση στη σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα. Ο διακριτός αξιακός κώδικας και τα ξεχωριστά σημεία αναφοράς μεταξύ Δεξιάς-Κέντρου-Αριστεράς (“εθνος”- “κοινωνία των πολιτών”- “τάξεις”) είναι η διαχωριστική γραμμή, η διπλή λωρίδα ανάμεσα στο “εμπνέω” και στο “καπελώνω”, ανάμεσα στο “υποστηρίζω” και στο “χρησιμοποιώ” μια συλλογική δραστηριότητα ή μια κοινωνική πρακτική.


Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών