Συλλογικά προβλήματα και ατομικές λύσεις

  • 25 Φεβρουαρίου 2016 |

Σε μια μελέτη του 2011, οι Τζ. Ποντιτσέλι & Χ.-Γ. Βοθ,1 έχοντας εξετάσει μια μεγάλη γκάμα χωρών και ιστορικών περιόδων, από το 1919 ως την Αργεντινή του 2001, την «Αραβική άνοιξη» και την Ελλάδα του 2010-11, συγκρίνουν τις διαφοροποιήσεις στην οικονομική πολιτική της κάθε χώρας με τα κρούσματα κοινωνικής αναταραχής διαφόρων βαθμίδων και εντάσεων (διαδηλώσεις, ταραχές, γενικές απεργίες, δολοφονίες), τεκμηριώνοντας ευθεία συσχέτιση μεταξύ δημοσιονομικών περικοπών και κοινωνικής αστάθειας.

Αναδεικνύουν, έτσι, έναν φαύλο κύκλο, όπου οι κοινωνικές ανισότητες και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ενισχύουν το αίσθημα αδικίας οδηγώντας σε ταραχές, οι οποίες με τη σειρά τους επιβαρύνουν μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση και αποτρέπουν νέες επενδύσεις, με συνέπεια να απαιτούνται και νέες περικοπές δαπανών. Επιπλέον, το όριο βιωσιμότητας του χρέους των χωρών που βρίσκονται σε τέτοια δίνη είναι χαμηλότερο απ’ ότι σε χώρες με κοινωνική ειρήνη, αίσθηση ευνομίας και εμπιστοσύνη στους θεσμούς, όπου οι αντιδράσεις σε δημοσιονομικές περικοπές είναι ηπιότερες.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η Ελλάδα βρίσκεται τελευταία στους δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ε.Ε. των 28,2 ενώ το 43% του πληθυσμού της αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας και το 40% στερείται βασικά αγαθά, ποσοστά σχεδόν διπλάσια από τα αντίστοιχα του 2009.3 Τη στιγμή, δε, που οι κινητοποιήσεις αγροτών, δικηγόρων, μηχανικών, γιατρών και άλλων επαγγελματικών ομάδων συνεχίζονται, η συγκυβέρνηση του νέου ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ. ξεκινά τη συζήτηση για το 4ο Μνημόνιο με την επανεμπλοκή του Δ.Ν.Τ..4

Όλα τα παραπάνω προοιωνίζονται περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών εντάσεων στο άμεσο μέλλον, οπότε η συγκυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερη δυσκολία να διαφυλάξει την εύθραυστη κοινωνική ειρήνη στη χώρα. Ωστόσο, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζ. Αγκάμπεν υποστηρίζει πως οι κυβερνήσεις δεν νοιάζονται να αποκαταστήσουν την αταξία, αλλά να την αξιοποιήσουν προς το συμφέρον τους καταφεύγοντας, ως επί το πλείστον, σε μεθόδους υποδαύλισης του κοινωνικού αυτοματισμού.5 Μόνο που, σύμφωνα με την Public Issue,6 η κοινωνική ανοχή απέναντι σε μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας, όπως απεργίες, πορείες, διαδηλώσεις κλπ, είναι πια σχεδόν καθολική, καθώς τις εγκρίνουν 9 στους 10 πολίτες, έναντι 6 στους 10 που τις ενέκριναν προ Μνημονίων.

Τα χρόνια των Μνημονίων φαίνεται να καλλιέργησαν στην ελληνική κοινωνία μια πρωτότυπη, σχεδόν αντανακλαστική, κουλτούρα αλληλεγγύης στα αιτήματα και τις κινητοποιήσεις διαφόρων κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από την εμμονική πολιτική της διαρκούς λιτότητας, τα οποία μοιάζει να εκλαμβάνονται σχεδόν εξ ορισμού ως δίκαια.

Έτσι, αν και ο νέος ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμα την ανοχή σημαντικών στρωμάτων της κοινωνίας, τόσο αστικών και επιχειρηματικών όσο και εργαζομένων που δεν βλέπουν άλλη άμεση εναλλακτική, πιθανή προσπάθεια της συγκυβέρνησης να αποδυναμώσει τις αντιστάσεις διά της έντασης της καταστολής και του αυταρχισμού, πιθανότατα θα στρέψει τελικά όλες τις κοινωνικές ομάδες εναντίον της.

Αυτή η αίσθηση αλληλεγγύης, όμως, δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως θα λάβει προοδευτικά ενοποιητικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, όσο δεν υπάρχει ισχυρός πολιτικός φορέας αριστερής αντιπολίτευσης, το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν αντιδραστικές επιλογές είναι ιδιαίτερα ισχυρό.

Με δεδομένο ότι σε καιρούς κρίσης τα υλιστικά αιτήματα (επιβίωση) υπερισχύουν έναντι των μεταϋλιστικών (δικαιώματα), μια σοβαρή αριστερή αντιπολίτευση πρέπει να προβάλλει ταυτόχρονα και τα δύο, αναγνωρίζοντας ότι ενώ πολλοί θα ήθελαν να δουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους, αντίστοιχες με αυτές που ευαγγελίζεται η Αριστερά, λίγοι είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν τη ζωή τους στην επίτευξη αυτών των αλλαγών.

Στο εύλογο «τι να κάνουμε;» που προκύπτει ως ερώτημα, το πρώτο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε αυτή την πραγματικότητα και να ξεκινήσουμε τον προβληματισμό μας από αυτή τη βάση, διαφορετικά αποκλείεται να καταλήξουμε σε κάτι που να γίνεται, ώστε να το κάνουμε. Αντίθετα, το πιο πιθανό είναι να αναπαραγάγουμε αυταπάτες που κατέπεσαν με πάταγο στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, ανακυκλώνοντας την απογοήτευση και λειτουργώντας στην πράξη ως κυματοθραύστες εκτόνωσης και απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών, προσφέροντας τη μέγιστη υπηρεσία στο «σύστημα» που υποτίθεται ότι αντιπαλεύουμε.

Την ώρα που ο πόλεμος αγγίζει την επικράτειά μας, λογικές απομονωτισμού, καθηλωμένες στη συζήτηση περί νομίσματος, ενώ φλέγεται το σύμπαν γύρω μας, με μια χώρα διαλυμένη και έναν λαό απελπισμένο και εν πολλοίς εξοντωμένο, πέραν του ότι δεν είναι καθόλου ελκυστικές, είναι παραπλανητικές και κοντόφθαλμες.

Η μάχη για την Αριστερά πρέπει να δοθεί με όρους σοβαρότητας και συντονισμού των κοινωνικών αντιστάσεων από τα κάτω και οριζόντια, ενισχύοντας και διευρύνοντας την αλληλεγγύη που προαναφέρθηκε, στο ευρύτερο δυνατό πεδίο που αυτή τη στιγμή είναι η αποδομούμενη Ευρώπη και οι λαοί της.

Αν συναισθανόμαστε ότι η αμέσως επόμενη περίοδος ίσως καθορίσει αμετάκλητα, για το μεσομακροπρόθεσμο μέλλον, την τύχη όλων των λαών της ευρύτερης περιοχής που βρίσκεται προ των πυλών ενός νέου Μεσαίωνα, τότε η αποχώρηση από το πεδίο της μάχης δεν σηματοδοτεί τίποτα το επαναστατικό. Εκτός αν έχουμε πάψει πλέον να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα.

————–

  1. Ponticelli & H.-J. Voth, «Austerity and Anarchy: Budget Cuts and Social Unrest in Europe», Social Science Research Network, Δεκέμβριος 2011
  2. Λ. Βατικιώτης, «Βασίλειο της κοινωνικής αδικίας η Ελλάδα», Επίκαιρα (22/01/2016)
  3. «Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα», ΕΛΣΤΑΤ (31/12/2015)
  4. «Προς νέο μνημόνιο με το ΔΝΤ», Η Εφημερίδα των Συντακτών (23/02/2016)
  5. Τζ. Αγκάμπεν, «Η δημοκρατία είναι μια έννοια διφορούμενη», Ενθέματα (24/11/2013)
  6. Public Issue, «Στάσεις απέναντι σε μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας», Πολιτικό Βαρόμετρο 153, Φεβρουάριος 2016

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών